Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κελάηδημα
1 εγγραφή
κελάηδημα το [kel(ái)δima] & κελάηδισμα το [kel(ái)δizma] Ο49 : η μελωδική φωνή των ωδικών πτηνών: Στην εξοχή σε ξυπνάει συχνά το γλυκό ~ των πουλιών.

[ελνστ. κελάδημα `δυνατός ήχος΄ κατά τη μορφή και τη σημ. του κελαηδώ· κελαηδ(ώ) -ισμα (πρβ. μσν. κελάδισμα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες