Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καυλί
3 εγγραφές [1 - 3]
καυλί το [kavlí] Ο43 : (χυδ.) 1. η βάλανος του πέους. || (επέκτ.) το πέος. 2. (λαϊκ., μτφ.) καυλιτζέκι.

[ελνστ. καυλίον (στη σημ. 1) υποκορ. του αρχ. καυλός]

καυλιάρης -α -ικο [kavláris] Ε9 : (χυδ., λαϊκ.) για άνθρωπο φιλήδονο.

[καυλ(ί) -ιάρης]

καυλιτζέκι το [kavlidzéki] Ο44α : (χυδ., λαϊκ.) ως χαρακτηρισμός αντικειμένου ή εξαρτήματος με σχήμα συνήθ. μακρόστενο, του οποίου το όνομα δεν το ξέρουμε ή δε θέλουμε να το αναφέρουμε· καυλί2: Πάρ΄ το αυτό το ~ από δω πέρα!

[< καυλί + (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες