Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 705 εγγραφές [591 - 600] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατηφόρα η [katifóra] Ο25α : επιφάνεια εδάφους και ειδικότερα δρόμος που έχει μικρή ή μεγάλη κλίση προς τα κάτω· κατήφορος. ANT ανηφόρα: Πήραμε τρέχοντας την ~. || κλίση δρόμου, εδάφους προς τα κάτω: Ο δρόμος έχει πολλές ανηφόρες και κατηφόρες.
[κατήφορ(ος) -α]
- κατηφόρι το [katifóri] Ο44α : (λογοτ.) κατηφόρα. ANT ανηφόρι.
[κατήφορ(ος) -ι]
- κατηφοριά η [katiforjá] Ο24 : κατηφόρα. ANT ανηφοριά.
[μσν. κατηφοριά < κατήφορ(ος) -ιά]
- κατηφορίζω [katiforízo] Ρ2.1α : ακολουθώ πορεία, κατεύθυνση προς τα κάτω, κατεβαίνω. ANT ανηφορίζω. 1. βαδίζω, προχωρώ επάνω σε επικλινές, κατηφορικό έδαφος: Πήραμε το μονοπάτι και κατηφορίσαμε προς το χωριό. || (προφ.) για μετακίνηση από βορρά προς νότο ή από την περιφέρεια προς το κέντρο: Λέμε να κατηφορίσουμε για την Aθήνα. 2. για έδαφος, δρόμο που έχει κλίση προς τα κάτω: Ο δρόμος από ένα σημείο και πέρα κατηφορίζει απότομα.
[μσν. κατωφορίζω < κατώφορ(ος) -ίζω με αλλ. του φων. κατά το κατήφορος (δες λ.)]
- κατηφορικός -ή -ό [katiforikós] Ε1 : για επικλινή επιφάνεια, κυρίως για έδαφος ή δρόμο που έχει κλίση προς τα κάτω. ANT ανηφορικός.
κατηφορικά ΕΠIΡΡ: Ο δρόμος προχωρεί ~. [μσν. κατωφορικός < κατώφορ(ος) -ικός με αλλ. του φων. κατά το κατήφορος]
- κατηφόρισμα το [katifórizma] Ο49 : η ενέργεια του κατηφορίζω, κίνηση, πορεία σε κατηφορικό δρόμο. ANT ανηφόρισμα.
[κατηφορισ- (κατηφορίζω) -μα]
- κατήφορος ο [katíforos] Ο20 : 1. επιφάνεια εδάφους και ειδικότερα, δρόμος που έχει κλίση προς τα κάτω, που είναι επικλινής. ANT ανήφορος: Άρχισα να κατεβαίνω τον κατήφορο. Tο αυτοκίνητο ακυβέρνητο κατρακύλησε στον κατήφορο. Ένας ~ ξεκινάει από το χωριό και φτάνει / κατεβαίνει ως την παραλία. 2. (μτφ.) ταχύτατη συνήθ. πορεία προς την καταστροφή, αλματώδης επιδείνωση, συνήθ. στη ΦΡ παίρνω τον κατήφορο: Aυτός πήρε τον κατήφορο και γρήγορα θα καταλήξει στη φυλακή / στη χρεοκοπία. H υγεία μου άρχισε να παίρνει τον κατήφορο. Οι οικονομίες αρκετών χωρών οδηγούνται στον κατήφορο. Mας πήρε ο ~ και δε σταματάμε πουθενά. || (για χρηματική αξία) υποτίμηση: Nόμισμα που πήρε τον κατήφορο.
κατηφοράκι το YΠΟKΟΡ κατήφορος μικρός σε μήκος ή με μικρή κλίση. [μσν. κατήφορος < ελνστ. κατώφορος (αρχ. καταφερής) με τροπή [o > i] κατά το μσν. αόρ. ήφερα του φέρνω (αντί έφερα: επέκτ. της “αύξησης” η- (σύγκρ. ανήφορος)]
- κατήχηση η [katíxisi] Ο33 : 1α. κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, προφορική διδασκαλία των δογμάτων της χριστιανικής θρησκείας, που προετοίμαζε αυτούς που ήθελαν να ασπαστούν το χριστιανισμό και να δεχτούν το βάπτισμα. β. διδακτικό βιβλίο που περιέχει τα δόγματα της χριστιανικής θρησκείας. 2. συνεχής και επίμονη προσπάθεια να προσηλυτιστεί κάποιος σε μια ιδεολογία ή να υιοθετήσει κάποιες απόψεις, να ακολουθήσει κάποιο συγκεκριμένο τρόπο ζωής ή συμπεριφοράς κτλ.: Mε την ~ που του έκαναν, έγινε κι αυτός αναρχικός. Tον βαριέμαι όταν μου αρχίζει την ~, λες και δεν ξέρω εγώ τι πρέπει να κάνω.
[λόγ. < ελνστ. κατήχη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `προφορικές οδηγίες΄]
- κατηχητής ο [katixitís] Ο7 θηλ. κατηχήτρια [katixítria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. αυτός που διδάσκει σε κατηχητικό σχολείο. 2. κληρικός που είχε ως έργο την κατήχηση1.
[λόγ.: 2: ελνστ. κατηχητής· 1: σημδ. γαλλ. catéchiste (στη νέα σημ.) < ελνστ. κατηχητής· λόγ. κατηχη(τής) -τρια]
- κατηχητικός -ή -ό [katixitikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την κατήχηση: H κατηχητική διδασκαλία. Tο κατηχητικό έργο της Εκκλησίας. Tο κατηχητικό σχολείο, το κατηχητικό. 2. (ως ουσ.) α. το κατηχητικό, εβδομαδιαίες συγκεντρώσεις παιδιών και νέων σχολικής ηλικίας, που οργανώνονται, κατά ενορίες, από την Εκκλησία και που έχουν ως σκοπό τη θρησκευτική και ηθική διαπαιδαγώγηση της νεότητας. (έκφρ.) αυτή / αυτός είναι του κατηχητικού, ειρωνικά, για κπ., κυρίως για γυναίκα, με εμφάνιση και με συμπεριφορά πολύ συντηρητική. β. η κατηχητική, κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με την κατήχηση.
[λόγ.: 1: ελνστ. κατηχητικός· 2: σημδ. γαλλ. catéchisme < ελνστ. κατήχησις]



