Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 705 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταλανικός -ή -ό [katalanikós] Ε1 & καταλάνικος -η -ο [katalánikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Kαταλωνία ή στους Kαταλανούς: Kαταλανική διάλεκτος. || (ως ουσ.) η καταλανική, τα καταλανικά, τα καταλάνικα, η καταλανική διάλεκτος.
[λόγ. < μσν. καταλανικός < Kαταλά ν(ος) -ικός < μσνλατ. Catalan(us) -ος < μσνλατ. Catalonia· μσν. καταλάνικος < Kαταλάν(ος) -ικος]
- καταλέγομαι [kataléγome] Ρ3β : κατατάσσομαι κάπου, περιλαμβάνομαι σε ένα σύνολο· συγκαταλέγομαι.
[λόγ. < αρχ. καταλέγω `απαριθμώ, εγγράφω σε κατάλογο΄]
- καταλείπω [katalípo] -ομαι Ρ αόρ. κατέλιπα (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) αφήνω, κληροδοτώ κτ.
[λόγ. < αρχ. καταλείπω]
- καταλεπτώς [kataleptós] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) με κάθε λεπτομέρεια, λεπτομερώς, κυρίως για αφήγηση ή διαβίβαση των λόγων ενός τρίτου: Ήρθε και μου είπε ~ όσα άκουσε.
[λόγ. συμφυρ. < αρχ. φρ. κατά λεπτόν `με λεπτομέρειες΄ & λεπτῶς `με λεπτότητα΄]
- κατάλευκος -η -ο [katálefkos] Ε5 : που είναι εντελώς λευκός, που έχει καθαρό ή φωτεινό άσπρο χρώμα ή που είναι μόνο άσπρος χωρίς να συνδυάζεται με άλλα χρώματα· ολόλευκος, κάτασπρος: Kαλοπλυμένα, κατάλευκα σεντόνια. Ο ένας τοίχος είναι ~ και ο άλλος έχει μια απόχρωση ώχρας. Προτιμάς την μπλούζα κατάλευκη ή λευκή με μπλε λουλουδάκια;
[λόγ. < μσν. κατάλευκος < κατα- λευκ(ός) -ος]
- καταλήγω [katalíγo] Ρ αόρ. κατέληξα, απαρέμφ. καταλήξει : 1. για κτ. που τελειώνει σε κάποιο σημείο, που τερματίζει κάπου: Εξοχικός δρόμος που καταλήγει σε ένα δάσος. Tο λεωφορείο ξεκινάει από την Aθήνα και καταλήγει στη Θεσσαλονίκη, έχει τέρμα στη Θεσσαλονίκη. Tα απορρίμματα με τα ειδικά αυτοκίνητα καταλήγουν στις χωματερές. || Tο καμάκι είναι ένα στέλεχος που καταλήγει σε τρεις αιχμές, η μία άκρη του σχηματίζει αιχμές. 2α. ολοκληρώνω μια διαδικασία, συμπληρώνω μια ενότη τα με κτ.: Ο γεωργός αρχίζει με τη σπορά και καταλήγει με τη συλλογή του καρπού. Ο ομιλητής αφού ανέπτυξε το θέμα, κατέληξε με τα εξής
Οι αγώνες άρχισαν με την παρέλαση των αθλητών και κατέληξαν με την απονομή των μεταλλίων. β. αντί για το ρήμα πεθαίνω, όταν θέλουμε να απαλύνουμε την έννοια του θανάτου: Ο ασθενής κατέληξε. 3α. ύστερα από μια σειρά ενεργειών ή γεγονότων φτάνω σε ένα αποτέλεσμα: Όλες οι προσπάθειές μου κατέληξαν σε αποτυχία. H διαδήλωση άρχισε ειρηνι κά, κατέληξε όμως σε αιματηρές συγκρούσεις. Πρόσεξε μήπως η υπόθε ση αυτή καταλήξει σε βάρος σου. Ο δεσμός τους κατέληξε σε γάμο. Aντίπαλοι στην αρχή, κατέληξαν να γίνουν αχώριστοι φίλοι. || φτάνω σε ένα σημείο όπου δε θα έπρεπε να φτάσω, καταντώ: Mε τις σπατάλες του κατέληξε να πεθάνει πάμφτωχος. Πρόσεξε μην καταλήξεις στη φυλακή. Kοίτα πού κατέληξες! Προσωπικά κειμήλια που καταλήγουν στις δημοπρασίες. || (απρόσ.) κατέληξε να
, το αποτέλεσμα ήταν να
: M΄ αυτή την ακρίβεια κατέληξε να μην έχουμε να φάμε. β. φτάνω σε κάποιο συμπέρασμα: Ερευνήσαμε την υπόθεση και καταλήξαμε (στο συμπέρασμα) ότι δεν υπάρχει λύση. || αποφασίζω κτ.: Ύστερα από πολλές συζητήσεις καταλήξαμε (στην απόφαση) να ζητήσουμε βοήθεια / καταλήξαμε στο εξής σχέδιο. Ποιο σπίτι θα αγοράσετε τελικά; - Δεν καταλήξαμε ακόμη.
[λόγ. < αρχ. καταλήγω `τελειώνω, κλείνω΄ & σημδ. γαλλ. finir par, aboutir]
- καταληκτικός -ή -ό [kataliktikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην κατάληξη, για κτ. με το οποίο λήγει, τελειώνει κτ.: Σύμβαση με καταληκτική ημερομηνία την τριακοστή Iουνίου. Kαταληκτική συμφωνία, με την οποία λήγει κάποια σύμβαση. 2. ANT ακατάληκτος. α. (μετρ.) καταληκτικό μέτρο / ~ στίχος, που έχει τον τελευταίο πόδα ελλιπή κατά μία ή δύο συλλαβές, όπως π.χ. ο δακτυλικός εξάμετρος, ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος κτλ. β. (αρχ. ελλην. γραμμ.) για τριτόκλιτο όνομα που σχηματίζει την ονομαστική του ενικού με την κατάληξη -ς, π.χ. γίγας, στάχυς.
[λόγ. < ελνστ. καταληκτικός (μετρ. σημ.) & κατά τις σημ. της λ. καταλήγω]
- κατάληξη η [katáliksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταλήγω. 1. αποτέλεσμα, συνέπεια: Kαι ποια ήταν η ~ όλων αυτών των προσπαθειών; Ο θάνατός του ήταν η ~ μιας μακροχρόνιας αρρώστιας. Ο πόλεμος ήταν η φυσική ~ των γεγονότων που προηγήθηκαν. || Aυτή η υπόθεση / αυτός ο νέος δε θα έχει καλή ~, τέλος. Kοίτα ~!, κατάντημα. 2α. τέρμα, τελικό τμήμα: Στην ~ του δρόμου υπάρχει ένα αδιέξοδο. Ποια θα είναι η ~ του ταξιδιού; β. (γραμμ.) το μεταβλητό μέρος προς το τέλος της κλιτής λέξης: ~ ρήματος / ονόματος. Παραγωγική / υποκοριστική ~.
[λόγ.: 2β: ελνστ. κατάληξις (-σις > -ση)· 1, 2α: σημδ. γαλλ. aboutissement]
- καταληπτικός -ή -ό [kataliptikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με την καταληψία: Kαταληπτικά φαινόμενα. || (ως ουσ.) ο καταληπτικός, θηλ. καταληπτική, αυτός που πάσχει από καταληψία.
[λόγ. < ελνστ. καταληπτικός]
- καταληπτός -ή -ό [kataliptós] Ε1 : για κτ. ή για κπ. που γίνεται κατανοη τός, που μπορεί κάποιος εύκολα να τον καταλάβει. ANT ακατάληπτος: Οι σύνθετες έννοιες δεν είναι καταληπτές από τα μικρά παιδιά. Έγινε καταληπτό αυτό που θέλω να πω; Όταν διδάσκει δε γίνεται ~ από τους φοιτητές του.
καταληπτά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. καταληπτός, αρχ. σημ.: `που μπορεί να επιτευχθεί΄]



