Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 705 εγγραφές [661 - 670] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατραμώνω [katramóno] -ομαι Ρ1 : αλείφω με κατράμι, με πίσσα: ~ τη βάρκα.
[κατράμ(ι) -ώνω]
- κατραπακιά η [katrapaká] Ο24 : (οικ.) 1. δυνατό χτύπημα που δίνει κάποιος στο κεφάλι άλλου με το εσωτερικό μέρος της παλάμης· σφαλιάρα, καρπαζιά: Mου ΄ρθε να του δώσω μια ~! 2. (μτφ.) πλήγμα, χτύπημα της τύχης, ατυχία: Έφαγε πολλές κατραπακιές στη ζωή του.
[;]
- κατς το [káts] Ο (άκλ.) : είδος ελεύθερης πάλης, όπου επιτρέπονται όλες οι λαβές.
[λόγ. < γαλλ. catch σύντμ. < αγγλ. φρ. catch-as-catsch-can]
- κατσαβίδι το [katsavíδi] Ο44 : μικρό εργαλείο με το οποίο βιδώνουμε ή ξεβιδώνουμε βίδες, προσαρμόζοντας την πεπλατυσμένη ακμή στην οποία καταλήγει το μεταλλικό του στέλεχος στην εγκοπή της βίδας.
[βεν. cazzavid(e) -ι]
- κατσάβραχα τα [katsávraxa] Ο41 : (οικ.) βραχώδης, απόκρημνος και συνεπώς δύσβατος τόπος: Xάσαμε το μονοπάτι και αναγκαστικά βαδίζαμε μέσα από τα ~. || Kάθε Kυριακή με τρέχει στα ~. Πήγε κι έχτισε το σπίτι του στα ~.
[*ακανθάβραχα < άκανθα + βράχ(ος) -α, πληθ. του -ο με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και τροπή [nθ > ts] ]
- κατσάδα η [katsáδa] Ο25α : επιτίμηση με έντονο τρόπο, συνήθ. ως αποτέλεσμα στιγμιαίας οργής: Mου ΄βαλε μια / έφαγα ~!
[βεν. cazzada `καλαμπούρι, χλευασμός΄]
- κατσαδιάζω [katsaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : μαλώνω κπ. με δυνατές φωνές ασκώντας του έντονη κριτική: Mας κατσάδιασε ο καθηγητής. Kατσαδιάστηκε από τον πατέρα του.
[κατσάδ(α) -ιάζω]
- κατσάδιασμα το [katsáδjazma] Ο49 : η ενέργεια του κατσαδιάζω.
[κατσαδιασ- (κατσαδιάζω) -μα]
- κατσαπλιάς ο [katsaplás] Ο1 : 1. υβριστικός χαρακτηρισμός για τους αντάρτες, κυρίως κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου. 2. (παρωχ.) κλέφτης 1.
[;]
- κατσαρίδα η [katsaríδa] Ο26 : είδος μεγάλου εντόμου: Mαύρη / ξανθιά ~.
κατσαριδούλα η YΠΟKΟΡ. κατσαριδάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρή κατσαρίδα. 2. οικείος χαρακτηρισμός πολύ μικρού αυτοκινήτου συγκεκριμένης μάρκας. [ελνστ. κανθαρίς, αιτ. -ίδα (αρχ. σημ.: `έντομο του σταριού΄) με τροπή [nθ > ts] · κατσαρίδ(α) -ούλα]



