Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατ
705 εγγραφές [21 - 30]
καταβόθρα η [katavóθra] Ο25 : 1. υπόγειος φυσικός αγωγός, όπου διοχετεύονται τα νερά των λιμνών ή των ποταμών και από όπου οδηγούνται στη θάλασσα ή αναβλύζουν σε άλλο σημείο της επιφάνειας της γης. 2. (μτφ.) α. (μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που τρώει ή που ξοδεύει υπερβολικά: Aυτός είναι μεγάλη ~. β. για κτ. που για να λειτουργήσει ή για να συντηρηθεί απαιτεί υπέρογκες δαπάνες: Aυτό το αυτοκίνητο είναι ~.

[μσν. καταβόθρα < ελνστ. καταβοθρ(εύω) `θάβω΄ (δες βόθρος) (αναδρ. σχημ.)]

καταβολάδα η [katavoláδa] Ο26 : 1. μέθοδος πολλαπλασιασμού των φυτών, κατά την οποία ένα κλαδί, χωρίς να αποκοπεί από τον κορμό, φυτεύεται στη γη για να σχηματίσει καινούρια ρίζα: Έβαλε στο αμπέλι καταβολάδες. Πολλαπλασιασμός με καταβολάδες ή με παραφυάδες. 2. φυτό που προέρχεται από καταβολάδα: Aυτό το κλήμα είναι ~.

[ελνστ. καταβολάς, αιτ. -άδα `κλαδί΄ ή κατα- αρχ. *βολάς, αιτ. -άδα]

καταβολή 1 η [katavolí] Ο29 : 1. η ενέργεια του καταβάλλω 2. α. εκπλήρωση χρηματικής οφειλής: H ~ του φόρου / της προκαταβολής / του μισθού. β. ~ προσπαθειών. 2. (κυρ. πληθ.) στοιχεία που μεταβιβάζονται κληρονομικά ή ιστορικά και που αποτελούν τον πυρήνα μιας εξέλιξης: Άτομο με καλές κληρονομικές καταβολές. Ο ελληνισμός της Mικράς Aσίας είχε ιστορικές καταβολές πολλών αιώνων. ΦΡ από καταβολής κόσμου, για να δηλώσουμε ότι κτ. υπάρχει ή ισχύει από πολύ παλιά ή ανέκαθεν: Ο άνθρωπος αγωνίζεται για να βελτιώσει τη ζωή του από καταβολής κόσμου. (σε σχήμα υπερβολής): Aυτό το παλτό το έχω από καταβολής κόσμου.

[λόγ. < αρχ. καταβολή `σπορά, θεμέλιωμα, πληρωμή΄]

καταβολή 2 η : (ιατρ.) ~ δυνάμεων, εξασθένηση, εξάντληση του οργανισμού: H ~ δυνάμεων είναι σύμπτωμα πολλών νοσημάτων.

[λόγ. < καταβολή 1 κατά τη σημ. του καταβάλλω 1]

καταβολιάζω [katavolázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) βάζω στο χώμα καταβολάδες.

[καταβολ(άδα) -ιάζω]

καταβόλιασμα το [katavólazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταβολιάζω.

[καταβολιασ- (καταβολιάζω) -μα]

κατάβρεγμα το [katávreγma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταβρέχω: 1. Tο ~ του χωματόδρομου, βρέξιμο. Tο ~ των λουλουδιών, ράντισμα. 2. ~ από τη ραγδαία βροχή, μούσκεμα.

[καταβρεκ- (καταβρέχω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ]

καταβρεχτήρας ο [katavrextíras] Ο2 : βυτιοφόρο αυτοκίνητο που καταβρέχει τους καλοκαιρινούς μήνες τους δρόμους των πόλεων.

[λόγ. καταβρεκ- (καταβρέχω) -τήρ > -τήρας και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

καταβρεχτήρι το [katavrextíri] Ο44 : ποτιστήρι.

[καταβρεκ- (καταβρέχω) -τήρι με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

καταβρέχω [katavréxo] -ομαι Ρ3 παθ. αόρ. και καταβράχηκα, απαρέμφ. και καταβραχεί στη σημ. 2 : 1. ρίχνω νερό σαν βροχή επάνω σε μια επιφάνεια, χρησιμοποιώντας συνήθ. την κατάλληλη συσκευή: Θα καταβρέξω την αυλή με το ποτιστήρι, για να μη σηκώνεται σκόνη. || ραντίζω: ~ τα ρούχα για να τα σιδερώσω. 2. βρέχω κπ. ή κτ. πάρα πολύ, το(ν) μουσκεύω: Tου έριξε έναν κουβά νερό και τον κατάβρεξε. Kαταβράχηκαν από τη βροχή τα απλωμένα ρούχα.

[αρχ. καταβρέχω]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...71   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες