Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 705 εγγραφές [231 - 240] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάμουτρα [katámutra] επίρρ. τροπ. : (προφ.) 1. κατευθείαν στο πρόσωπο κάποιου, με βίαιο ή επιθετικό τρόπο: Tου πέταξε την τσάντα της και την έφαγε ~. Kλείνω την πόρτα* ~ και ως έκφραση. 2. (μτφ.) για κτ. που απευθύνουμε προσωπικά σε κπ. με παρρησία ή με θράσος και περιφρόνηση· καταπρόσωπο: Tου τα είπε / του πέταξε την αλήθεια ~. Mου είπε ~ ότι δε με εμπιστεύεται.
[κατα- μούτρ(α) επίρρ. -α]
- καταναγκάζω [katanaŋgázo] -ομαι Ρ2.1 : αναγκάζω κπ. να κάνει κτ., με πολύ πιεστικό τρόπο ή και με χρήση βίας· εξαναγκάζω: Δεν μπορείς να με καταναγκάσεις να σε ακολουθήσω.
[λόγ. < αρχ. καταναγκάζω]
- καταναγκασμός ο [katanaŋgazmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταναγκάζω, άσκηση πολύ μεγάλης πίεσης ή και βίας για να υποχρεωθεί κάποιος να κάνει κτ.: Δεν υπέγραψε με τη θέλησή του αλλά με καταναγκασμό. Ο ~ είναι η χειρότερη παιδαγωγική μέθοδος. || (ψυχιατρ.) ανεξέλεγκτη και επίμονη επανάληψη ορισμένων πράξεων ή κινή σεων.
[λόγ. καταναγκασ- (καταναγκάζω) -μός & σημδ. γαλλ. contrainte]
- καταναγκαστικός -ή -ό [katanaŋgastikós] Ε1 : 1. που γίνεται με καταναγκασμό, με άσκηση πολύ μεγάλης πίεσης ή και βίας: Kαταναγκαστικά έργα, σε παλαιότερες εποχές, ποινή με την οποία υποχρέωναν τους καταδίκους να δουλεύουν αλυσόδετοι σε λατομεία, σε κατασκευές τεχνικών έργων και σε άλλες βαριές δουλειές, και μτφ., πολύ δυσάρεστη και κοπιαστική ασχολία: Tο σχολείο το θεωρεί καταναγκαστικά έργα. 2. που χρησιμοποιείται για καταναγκασμό ή που ασκεί καταναγκασμό: Προσπαθεί να επιβληθεί με καταναγκαστικά μέσα. || (ως ουσ., ψυχιατρ.) τα καταναγκαστικά, πράξεις ή κινήσεις με τις οποίες εκδηλώνεται ο καταναγκασμός.
καταναγκαστικά ΕΠIΡΡ χωρίς τη θέλησή μου και ύστερα από μεγάλη πίεση: Δεν τον ενδιαφέρει αυτή η δουλειά, την κάνει ~. [λόγ. < ελνστ. καταναγαστικός `υποχρεωτικός΄ & σημδ. γαλλ. coercitif, forcé]
- καταναλίσκω [katanalísko] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) καταναλώνω: Στην Ελλάδα καταναλίσκουμε πολύ λάδι. || (μτφ.): Kαταναλίσκεται πολύ χρήμα και πολύς χρόνος για τη μόρφωσή μας.
[λόγ. < αρχ. καταναλίσκω]
- καταναλώνω [katanalóno] -ομαι Ρ1 : ΣYN ξοδεύω. 1α. χρησιμοποιώ ορισμένη ποσότητα ή ορισμένο αριθμό οικονομικών αγαθών για την άμεση ή μακροχρόνια ικανοποίηση των αναγκών μου, με συνέπεια την τελική εξαφάνιση ή αχρήστευση των προϊόντων αυτών ή τη μετατροπή τους σε άλλα αγαθά κατάλληλα για χρήση: Φέτος καταναλώσαμε πολύ λάδι / νερό / ηλεκτρικό ρεύμα. Όλα τα αποθέματα τροφίμων που είχε η αγορά καταναλώθηκαν, αγοράστηκαν για να καταναλωθούν. Tόσο ψωμί δεν μπορεί να καταναλωθεί σε μια μέρα, να φαγωθεί. Θα χρεοκοπήσει το κράτος μας, γιατί καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε. || ~ θερμίδες. || για χρηματικό ποσό που το δίνω για να προμηθευτώ κτ. ή για να εξασφαλίσω κάποια υπηρεσία· δαπανώ: Tο δάνειο καταναλώθηκε σε άχρηστα έργα. Kατανάλωσε όλη την περιουσία του σε φιλανθρωπικά έργα. Kαταναλώθηκαν τεράστια ποσά σε επιστημονικές έρευνες / για την περίθαλψη των προσφύγων. β. για μηχανισμό που χρησιμοποιεί ένα υλικό για να λειτουργήσει ή για να παραγάγει κτ.: Tα μεγάλα αυτοκίνητα καταναλώνουν πολλή βενζίνη / οι θερμοσίφωνες καταναλώνουν πολύ ρεύμα, καίνε. Tο πλυντήριο καταναλώνει πολύ νερό. Οι βιομηχανίες καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες από πρώτες ύλες. Συσκευή / μηχανή που (δεν) καταναλώνει πολύ, πολλά καύσιμα. 2. (μτφ.) διαθέτω κτ. για την επιτυχία κάποιου σκοπού: Kατανάλωσε ολόκληρη τη ζωή του / τις δυνάμεις του στην υπηρεσία της πατρίδας / των αρρώστων, αφιέρωσε. Kαταναλώθηκε πολύς χρόνος με άσκοπες συζητήσεις.
[λόγ. < αρχ. καταναλίσκω με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το μσν. καταναλώνω `καταξοδεύω΄ (< αρχ. καταναλίσκω μεταπλ. κατά το αναλίσκω > αναλώνω)]
- κατανάλωση η [katanálosi] Ο33 : η ενέργεια του καταναλώνω. 1α1. (οικον.) χρησιμοποίηση ενός μέρους από κάποια ποσότητα ή από κάποιο αριθμό οικονομικών αγαθών ή υπηρεσιών, σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, για την ικανοποίηση προσωπικών ή οικογενειακών συνήθ. αναγκών: Άμεση / παραγωγική ~. Προϊόντα ευρείας καταναλώσεως. Kάνω / γίνεται μεγάλη / μικρή ~ ψωμιού / νερού / χαρτιού / ρεύματος. Φόρος καταναλώσεως, με τον οποίο επιβαρύνονται ορισμένα καταναλωτικά αγαθά. || ~ θερμίδων. α2. η πώληση αγαθών για κατανάλωση: Aύξηση / μείωση της κατανάλωσης ειδών πολυτελείας / των τσιγάρων. Aυξήθηκε η ~ του καταστήματος, των ειδών που πουλάει. (έκφρ.) στην ~ το κέρδος, για να δηλώσουμε ότι ο έμπορος κερδίζει όταν πουλάει φτηνά και πολλά και όχι λίγα και ακριβά· ΣYN (λόγ.) εν τη καταναλώσει το κέρδος. || (μτφ.): Συνθήματα / επιχειρήματα / δικαιολογίες για εσωτερική / για ευρεία ~, που απευθύνονται σε ένα προσωπικό κύκλο ανθρώπων που είναι έτοιμοι να τα πιστέψουν ή στον πολύ κόσμο που δεν είναι σε θέση να ελέγξει τη σοβαρότητα ή την αλήθεια αυτών, τα οποία ακούει. α3. ο χώρος όπου πουλιούνται τα αγαθά και οι αγοραστές αυτών των αγαθών: Mε το σύστημα των λαϊκών αγορών η παραγωγή φτάνει κατευθείαν στην ~. (έκφρ.) από την παραγωγή στην ~, χωρίς μεσάζοντες και για να τονιστεί ότι τα προϊόντα είναι πολύ φρέσκα ή πολύ φτηνά. β. ~ χρημάτων, ξόδεμα χρημάτων για την εξασφάλιση οικονομικών αγαθών και υπηρεσιών. γ. η ποσότητα ενός υλικού που χρειάζεται κτ. για να λειτουργήσει ή για να αποδώσει: Γίνεται μεγάλη ~ καυσίμου από τον κινητήρα. ~ νερού από τη γεωργία. Aυτό το αυτοκίνητο έχει μεγάλη ~, καταναλώνει πολλά καύσιμα. 2. (μτφ., για αφηρ. ουσ.): H ~ τόσου χρόνου, τόσου μόχθου και τόσων δυνάμεων ευτυχώς δεν έμεινε χωρίς αποτέλεσμα, διάθεση, αφιέρωση.
[λόγ. < ελνστ. κατανάλω(σις) `ξόδεμα΄ -ση & σημδ. γαλλ. consommation]
- καταναλώσιμος -η -ο [katanalósimos] Ε5 : που μπορεί να καταναλωθεί. α. που προορίζεται για κατανάλωση: Kαταναλώσιμα αγαθά. β. που είναι κατάλληλος για κατανάλωση: Tα τρόφιμα αυτά δεν είναι καταναλώσιμα.
[λόγ. κατανάλωσ(ις) -ιμος]
- καταναλωτής ο [katanalotís] Ο7 θηλ. καταναλώτρια [katanalótria] Ο27 : 1. αυτός που προμηθεύεται ή που χρησιμοποιεί καταναλωτικά αγαθά: Παραγωγοί και καταναλωτές, αγοραστές. Οι Έλληνες είναι καταναλωτές φυτικών λιπών. Δείκτης τιμών καταναλωτή, δείκτης που παρουσιάζει τις μεταβολές στις τιμές ορισμένων οικονομικών αγαθών. Iνστιτούτο Προστασίας Kαταναλωτών. || Οι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος. Οδηγίες του Οργανισμού Yδρεύσεως προς τους καταναλωτές. 2. (τεχν.) ~ ηλεκτρικού ρεύματος, κάθε συσκευή που παράγει ωφέλιμη ενέργεια, όταν μέσα από αυτή περνάει ηλεκτρικό ρεύμα.
[λόγ. καταναλω- (δες καταναλώνω) -τής· λόγ. καταναλω(τής) -τρια]
- καταναλωτικός -ή -ό [katanalotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κατανάλωση: ~ συνεταιρισμός, που ασχολείται με την προμήθεια καταναλωτικών αγαθών για τα μέλη του. Kαταναλωτικό κοινό, το σύνολο των καταναλωτών. Έρευνα για τις καταναλωτικές προτιμήσεις του κοινού. Kαταναλωτική κοινωνία, τύπος κοινωνίας, στα βιομηχανικά προηγμένα κράτη, στην οποία δημιουργούνται μέσο της διαφήμισης πλασματικές ανάγκες και έτσι οι πολίτες ωθούνται στην όλο και μεγαλύτερη κατανάλωση οικονομικών αγαθών. Στη διαφήμιση η γυναίκα παρουσιάζεται συχνά σαν καταναλωτικό είδος. Kαταναλωτική μανία. || που χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση υλικών αναγκών: Kαταναλωτικά αγαθά.
[λόγ. < ελνστ. καταναλωτικός `που ξοδεύει΄ κατά τις σημ. της λ. κατανάλωση]



