Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 705 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταμεσήμερο το [katamesímero] Ο41 : (οικ.) α. ακριβώς η ώρα του μεσημεριού, ιδίως με επέκταση, οι πιο ζεστές μεσημεριανές ώρες του καλοκαιριού και γενικότερα, η ώρα του μεσημεριανού φαγητού και της ανάπαυσης: Δεν μπορώ να φύγω μέσα στο ~. β. (ως επίρρ.) καταμεσήμερα: Πού πας ~; Mου τηλεφώνησε ~ και με ξύπνησε.
[κατα- μεσημέρ(ι) -ο]
- καταμεσής [katamesís] επίρρ. τοπ. : ακριβώς στη μέση: Mην περπατάς ~ του δρόμου, στη μέση του καταστρώματοςII. ~ στον κήπο φύτεψε ένα δέντρο. Στάθηκε ~ στη σκηνή. || (ως χρον. επίρρ.): ~ του καλοκαιριού.
[κατα- μέσ(η) -ής κατά το καταγής]
- κατάμεστος -η -ο [katámestos] Ε5 : για κλειστό ή ανοιχτό χώρο που είναι εντελώς γεμάτος, υπερπλήρης από πρόσωπα ή πράγματα: H εκκλησία / η αίθουσα είναι κατάμεστη (από κόσμο). Tο κατάμεστο γήπεδο καταχειροκρότησε τους αθλητές. H αγορά είναι κατάμεστη από τρόφιμα και από αγοραστές.
[λόγ. < ελνστ. κατάμεστος]
- καταμέτρηση η [katamétrisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταμετρώ, ακριβής μέτρηση, συνήθ. με τη βοήθεια ειδικών οργάνων ή μεθόδων: Έγινε ~ του διαμερίσματος, του εμβαδού του. ~ της χωρητικότητας του πλοίου. Σήμερα ολοκληρώνεται η ~ των ψήφων. Θα γίνει ~ των δελτίων του ΠΡΟΠΟ.
[λόγ. < ελνστ. καταμέτρη(σις) -ση]
- καταμετρητής ο [katametritís] Ο7 θηλ. καταμετρήτρια [katametrítria] Ο27 στη σημ. 1 : 1. άτομο που έχει αναλάβει κάποια καταμέτρηση: Οι καταμετρητές των ψήφων άρχισαν το έργο τους. 2. όργανο για την καταμέτρηση επιφανειών, όγκων ή άλλων μεγεθών: Kαταμετρητές ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕH.
[λόγ. καταμετρη- (καταμετρώ) -τής· λόγ. καταμετρη(τής) -τρια]
- καταμετρώ [katametró] -ιέμαι Ρ10.11 & -ούμαι Ρ10.9β & -ώμαι Ρ11 : (τεχν.) μετρώ κτ. (μήκος, εμβαδόν, όγκο, αριθμό κτλ.) με ακρίβεια, συνήθ. με τη βοήθεια ειδικών οργάνων ή μεθόδων: Tοπογράφοι καταμέτρη σαν τα οικόπεδα / τις δημόσιες εκτάσεις. Οι ψήφοι δεν καταμετρήθηκαν ακόμη.
[λόγ. < αρχ. καταμετρῶ]
- καταμήνιος -α -ο [katamínios] Ε6 : (λόγ.) έμμηνος, κυρίως στην έκφραση ~ κύκλος, ο κύκλος της εμμηνορρυσίας. || (ως ουσ., παρωχ.) τα καταμήνια, η έμμηνη ρύση, η περίοδος των γυναικών.
[λόγ. < ελνστ. καταμήνιος `μηνιαίος΄, αρχ. τά καταμήνια `έμμηνα΄]
- καταμήνυση η [katamínisi] Ο33 : (νομ.) η ενέργεια του καταμηνύω, καταγγελία αξιόποινης πράξης από τον παθόντα: Ψευδής ~, αδίκημα που διαπράττει όποιος καταθέτει ψευδή μήνυση, ενώ γνωρίζει την αναλήθεια της καταγγελίας.
[λόγ. < ελνστ. καταμήνυ(σις) `πληροφόρηση΄ -ση (η σημερ. σημ. μσν.)]
- καταμηνύω [kataminío] -ομαι Ρ9 : (νομ.) καταγγέλλω μια αξιόποινη πράξη.
[λόγ. < αρχ. καταμηνύω]
- κατάμονος -η -ο [katámonos] Ε5 : (οικ.) ολομόναχος: Zει ~. (επιτατικά) Έμεινε μόνος και ~.
[κατα- μόνος (διαφ. το αρχ. κατάμονος `μόνιμος΄)]



