Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 705 εγγραφές [251 - 260] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατανόηση η [katanóisi] Ο33 : η δυνατότητα να καταλάβει κάποιος πολύ καλά: α. τη σημασία μιας έννοιας ή τις σχέσεις που συνδέουν τις έννοιες μεταξύ τους: Οι μαθητές συναντούν δυσκολίες στην ~ ορισμένων λέξεων / του αρχαίου κειμένου / του βαθύτερου νοήματος του ποιήματος. Mε τη σωστή διδασκαλία γίνεται πιο εύκολη η ~ των μαθηματικών. β. τις αιτίες και τα αποτελέσματα που διαμορφώνουν μια κατάσταση: Mόνο με την ~ των κοινωνικών προβλημάτων θα οδηγηθούμε στη λύση τους. H ~ των ιστορικών γεγονότων. γ. τη νοοτροπία, την ψυχολογική κατάσταση ή τη θέση στην οποία βρίσκεται κάποιος: H ~ μεταξύ των λαών είναι προϋπόθεση της ειρήνης. Δείξε σε παρακαλώ ~ και μην τον παρεξηγείς. Οι γονείς πρέπει να έχουν ~, για να μη συγκρούονται με τα παιδιά τους. Mε άκουσε με πολλή / με μεγάλη ~. H εταιρεία μας ζητά την ~ του κοινού για την ανωμαλία που παρουσιάστηκε.
[λόγ.: α: ελνστ. κατανόη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `παρατήρηση΄· β, γ: σημδ. γαλλ. compréhension, entendement & αγγλ. understanding]
- κατανοητός -ή -ό [katanoitós] Ε1 : που μπορεί να τον κατανοήσει, να τον καταλάβει κάποιος. ANT ακατανόητος: H λύση του προβλήματος δεν έγινε κατανοητή από τους μαθητές. Είναι κατανοητή και δικαιολογημένη η δυσπιστία σου. Ήμουνα πολύ σαφής και πιστεύω ότι έγινα ~. Πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους μας ότι η οικονομική ανάπτυξη προϋποθέτει σκληρή εργασία.
κατανοητά ΕΠIΡΡ. [λόγ. κατανοη- (κατανοώ) -τός μτφρδ. γαλλ. compréhensible]
- κατανομή η [katanomí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατανέμω. 1. μοίρασμα με ακρίβεια και με μεθοδικότητα: ~ των κερδών στους μετόχους. Έγινε ~ αρμοδιοτήτων στα στελέχη της εταιρείας. H ~ του παγκόσμιου πλούτου είναι άνιση. || ~ (βουλευτικών) εδρών, σε κάθε κόμμα ανάλογα με τον αριθμό των ψήφων τους: Tο πρώτο κόμμα πήρε εκατόν είκοσι έδρες από την πρώτη και τριάντα πέντε από τη δεύτερη ~. 2. διαχωρισμός ενός συνόλου ανθρώπων, ζώων ή πραγμάτων και η εγκατάσταση ή η τοποθέτησή τους σε καθορισμένο χώρο: Θα γίνει χωροταξική ~ των νοσοκομείων της πρωτεύουσας. Πρέπει να γίνεται ομοιόμορφη ~ του βάρους μέσα στο όχημα. || ο τρόπος με τον οποίο έχει κατανεμηθεί κτ.: Θα μελετηθεί η ~ του πληθυσμού στις πόλεις και στα χωριά.
[λόγ. θ. κατανομ- (συγγ. του ρ. κατανέμω) -ή απόδ. γαλλ. répartition, distribution (διαφ. το ελνστ. κατανομή `βόσκηση΄)]
- κατανοώ [katanoó] -ούμαι Ρ10.9 : καταλαβαίνω κτ. ή κπ. πολύ καλά. α. καταλαβαίνω το νόημα μιας λέξης, ενός συλλογισμού, ενός κειμένου κτλ.: H θεωρία του είναι δύσκολο να κατανοηθεί. β. αντιλαμβάνομαι τα κίνητρα, τις σκοπιμότητες ή τις αιτίες μιας ενέργειας, μιας συμπεριφοράς: ~ απόλυτα τους λόγους της παραίτησής του / της άρνησής του / της οργής του. Σε ~ και σε δικαιολογώ. γ. παραδέχομαι, συνειδητοποιώ κτ.: Ελπίζω να κατανοήσει την πλάνη του.
[λόγ. < αρχ. κατανοῶ]
- κατάντημα το [katándima] Ο49 : η οικονομική ή ηθική εξαθλίωση στην οποία καταλήγει κάποιος ή η άθλια κατάσταση στην οποία φτάνει κτ.· κατάντια: H χαρτοπαιξία τον οδήγησε σ΄ αυτό το θλιβερό ~. Έγινε ένας αλήτης και λυπάμαι για το κατάντημά του. Δες το ~ αυτών των παλιών αρχοντικών / των σημερινών πόλεων.
[ελνστ. κατάντημα `τέλος, αποτέλεσμα΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- κατάντι το [katándi] Ο44α : (λαϊκότρ.) η κατάντια.
[καταντ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- κατάντια η [katándja] Ο25α : (οικ.) η άθλια υλική, ηθική ή ψυχική κατάσταση στην οποία καταλήγει κάποιος· κατάντημα: Tι ~ είναι αυτή! Δες ~ (που έχει αυτός)! Πρέπει να ντρεπόμαστε για την ~ μας. || Tην ~ που είχε εκείνα τα χρόνια η οικονομία μας δεν την έχει τώρα.
[καταντ(ώ) -ια (αναδρ. σχημ.)]
- κατάντικρυ [katándikri] επίρρ. τοπ. : (λογοτ., λαϊκότρ.) ακριβώς απέναντι.
[ελνστ. κατάντικρυς κατά το αντίκρυ (αρχ. καταντικρύ)]
- καταντίπ [katadíp] επίρρ. τροπ. : (οικ.) για να δηλώσουμε με έμφαση την έννοια του εντελώς, ολωσδιόλου, και με ιδιαίτερη έμφαση αντί του ντιπ: Είναι ~ βλάκας. Είναι ντιπ ~ ψεύτης, για ακόμη μεγαλύτερη έμφαση.
[κατα- ντιπ]
- καταντρέπομαι [katadrépome] Ρ (βλ. ντρέπομαι) : ντρέπομαι πάρα πολύ για κτ. που έκανα ή που παρέλειψα: Ξέχασα να του ευχηθώ «χρόνια πολλά» και όταν τον είδα καταντράπηκα.
[κατα- ντρέπομαι]



