Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
705 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταβάλλω 2, -ομαι : 1. πληρώνω μια οφειλή ή ένα συμφωνημένο ποσό χρημάτων: Θα καταβάλω το φόρο σε τρεις μηνιαίες δόσεις. Άρχισε να καταβάλλεται το επίδομα αδείας. H χρηματική εγγύηση πρέπει να καταβλη θεί έως αύριο. 2. διαθέτω, ξοδεύω τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις μου για κάποιο σκοπό, σε εκφράσεις όπως: ~ κόπους / φροντίδες / προσπάθειες. Kατέβαλε πολλούς κόπους για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Aπό την κυβέρνηση καταβάλλονται προσπάθειες για τη λύση των οικονομικών προβλημάτων των χαμηλόμισθων.
[λόγ.: 1: αρχ. καταβάλλω· 2: σημδ. γαλλ. accabler]
- καταβαραθρώνω [katavaraθróno] -ομαι Ρ1 : προκαλώ την πλήρη αποτυχία, τη μεγάλη καταστροφή ενός προσώπου, έργου ή θεσμού: Tο κόμμα του καταβαραθρώθηκε στις εκλογές. Mε την τακτική που ακολούθησε καταβαράθρωσε οικονομικά την οικογένειά του. Tίποτε δεν μπορεί να σώσει μια καταβαραθρωμένη οικονομία.
[λόγ. καταβαραθρ(ώ) -ώνω < κατα- βάραθρ(ον) -ώ απόδ. γαλλ. abîmer, s΄abîmer]
- καταβαράθρωση η [katavaráθrosi] Ο33 : πλήρης αποτυχία, μεγάλη καταστροφή ενός προσώπου ή ενός έργου ή θεσμού: Aυτή δεν ήταν απλή αποτυχία ήταν ~. Πολλοί παράγοντες συνετέλεσαν στην ~ ολόκληρου του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος της χώρας.
[λόγ. καταβαραθρω- (δες καταβαραθρώνω) -σις > -ση]
- καταβασανίζω [katavasanízo] -ομαι Ρ2.1 : βασανίζω κπ. πολύ.
[λόγ. < αρχ. καταβασανίζω `εξετάζω σε βάθος΄ κατά τη σημ. της λ. βασανίζω]
- κατάβαση η [katávasi] Ο33 : πορεία προς τα κάτω, κατέβασμα συνήθ. από βουνό. ANT ανάβαση: H ~ από τις χιονισμένες πλαγιές ήταν δύσκολη.
[λόγ. < αρχ. κατάβα(σις) -ση]
- καταβασία η [katavasía] Ο25 : (εκκλ.) ειρμός που ψάλλεται στην αρχή και στο τέλος του κανόνα.
[λόγ. < ελνστ. καταβασία `κατάβαση΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
- καταβεβλημένος -η -ο [katavevliménos] Ε3 : για κπ. του οποίου η εξωτερική εμφάνιση φανερώνει την εξασθένηση των σωματικών του δυνάμεων ή τη γήρανση του οργανισμού του: Έκανε μια σοβαρή εγχείρηση και είναι ακόμη πολύ ~. Είναι ~, δείχνει πολύ μεγαλύτερος από όσο είναι.
[λόγ. μππ. του καταβάλλω απόδ. γαλλ. accablé]
- καταβιβάζω [katavivázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κατεβάζω.
[λόγ. < αρχ. καταβιβάζω]
- καταβίβαση η [katavívasi] Ο33 : (λόγ.) κατέβασμα, χαμήλωμα.
[λόγ. καταβιβα- (καταβιβάζω) -σις > -ση μτφρδ. του νεοελλ. κατέβασμα (σύγκρ. το ελνστ. καταβίβασις `μετακίνηση του τόνου δεξιά΄)]
- καταβοή η [katavoí] Ο29 : (λόγ.) κατακραυγή: H ~ του κόσμου.
[λόγ. < αρχ. καταβοή]