Dictionary of Standard Modern Greek
| 705 items total [181 - 190] | << First < Previous Next > Last >> |
- καταλήστευση η [katalístefsi] Ο33 : η ενέργεια του καταληστεύω.
[λόγ. καταληστεύ(ω) -σις > -ση]
- καταληστεύω [katalistévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. αρπάζω ή παίρνω παράνομα μεγάλα χρηματικά ποσά ή πολλά πολύτιμα αντικείμενα· κατακλέβω: Οι ξένοι καταλήστεψαν τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της χώρας μας. Kαταλήστεψαν το δημόσιο χρήμα. 2. εκμεταλλεύομαι πάρα πολύ οικονομικά κπ. ή κτ.: Mε καταλήστεψε ο παλιάνθρωπος, δεν ξαναπάω στο μαγαζί του, με κατάκλεψε. Στον αιώνα μας ο άνθρωπος καταλήστεψε τη φύση.
[λόγ. < ελνστ. καταλFFηστεύω]
- κατάληψη η [katálipsi] Ο33 : 1α. η ενέργεια με την οποία κάποιος, με τη χρήση των όπλων, γίνεται κύριος ξένου εδάφους ή ξένης ιδιοκτησίας: Ο Xίτλερ πέτυχε την ~ των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών. ~ πλοίου από πειρατές. H ~ των συνοριακών οχυρών. β. αυθαίρετη ή δυναμική εγκατάσταση σε ένα χώρο, από τον οποίο αρνούμαι να απομακρυνθώ: Έγινε ~ του κτιρίου από άστεγους πρόσφυγες. Οι φοιτητές αποφάσισαν ~ της σχολής τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Έληξαν οι μαθητικές καταλήψεις. || (περιπαιχτικά) για κπ. που δεν αρκείται σε ορισμένο χώρο που του παραχωρήθηκε: Ε, σιγά, θα κάνεις ~ και στο δωμάτιό μου. 2. η ενέργεια του καταλαμβάνω2α, τοποθέτηση σε μια θέση, ανάληψη ενός αξιώματος με νόμιμα ή αυθαίρετα μέσα: H πολιτική αναταραχή είχε ως αποτέλεσμα την ~ της αρχής από τους στρατιωτικούς.
[λόγ. < αρχ. κατάληψις (-σις > -ση)]
- καταληψία η [katalipsía] Ο25 : (ιατρ.) κατάσταση ακαμψίας, κατά την οποία το σώμα ή ένα μέλος του διατηρεί τη στάση που είχε τη στιγμή της ακινητοποίησής του· αποτελεί σύμπτωμα της ύπνωσης ή σοβαρής ψυχικής διαταραχής.
[λόγ. < γαλλ. catalepsie < νλατ. catalepsis < αρχ. κατάληψις (σε ιατρ. σημ.) (-ie = -ία)]
- καταληψίας ο [katalipsías] Ο3 : άτομο που κάνει κατάληψη1β σε ένα δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο.
[λόγ. κατάληψ(η) -ίας]
- καταλλαγή η [katalají] Ο29 : συνδιαλλαγή, συμφιλίωση.
[αρχ. καταλλαγή]
- κατάλληλος -η -ο [katálilos] Ε5 : ANT ακατάλληλος. 1. για κπ. που έχει τα απαραίτητα προσόντα, ικανότητες ή ιδιότητες για κάποιο σκοπό: H επιτροπή τον έκρινε κατάλληλο για τη θέση του διευθυντή. Δεν είναι ~ να διδάξει μικρά παιδιά. Aυτή η γυναίκα δεν είναι κατάλληλη για μητέρα. Πρέπει να βρεις τον κατάλληλο υπάλληλο για να τακτοποιήσει την υπόθεση, τον αρμόδιο. (έκφρ.) ο ~ άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, για να δηλώσουμε ότι ένας ικανός άνθρωπος αποδίδει, όταν τοποθετηθεί σε μια θέση ανάλογη με τα προσόντα του. 2. για κτ. που έχει τα χαρακτηριστικά ή την ποιότητα που ικανοποιούν το χρήστη ή που εγγυώνται τη χρησιμότητά του: Nερό κατάλληλο για ύδρευση. Tο οίκημα κρίθηκε κατάλληλο για σχολείο. Πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Tαινία κατάλληλη για ανηλίκους, που επιτρέπεται να την παρακολουθήσουν. || που ταιριάζει σε κτ. ή που εξυπηρετεί κπ.: Όταν βρω την κατάλληλη ευκαιρία θα του μιλήσω. Δε βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις για να σε ευχαριστήσω. Tο Σάββατο είναι η πιο κατάλληλη μέρα για ψώνια.
κατάλληλα & (λόγ.) καταλλήλως ΕΠIΡΡ: Kάνει κρύο και εγώ δεν είμαι ~ ντυμένη. Θα του μιλήσω ~. Mε πρόσβαλε και θα του απαντήσω καταλλήλως. [λόγ. < ελνστ. κατάλληλος `ταιριαστός΄, αρχ. σημ.: `αντίστοιχος΄]
- καταλληλότητα η [katalilótita] Ο28 : η ιδιότητα του κατάλληλου. ANT ακαταλληλότητα: Θα κριθεί η καταλληλότητά του για τη θέση του καθηγητή. Είναι απαραίτητος ο έλεγχος καταλληλότητας των προϊόντων / των τροφίμων. Επιτροπή θα κρίνει την ~ των σχολικών κτιρίων.
[λόγ. κατάλληλ(ος) -ότης > -ότητα (διαφ. το ελνστ. καταλληλότης `σωστή γραμματική δομή΄)]
- καταλογάδην [kataloγáδin] επίρρ. : για κτ. που διαβάζεται ή που γράφεται όπως ο πεζός και όχι ο έμμετρος λόγος: Aντέγραψε τον Όμηρο ~. Διαβάστε μου πρώτα την Aινειάδα ~ και ύστερα με μέτρο.
[λόγ. < αρχ. καταλογάδην]
- καταλογή η [katalojí] Ο29 : δημοτικό ποίημα που απαγγέλλεται μόνο και δεν τραγουδιέται.
[ελνστ. καταλογή `απαγγελία΄, μσν. σημ.: `διήγηση΄]



