Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατράμι
1 εγγραφή
κατράμι το [katrámi] Ο44 : (οικ.) ρευστή πίσσα, προϊόν αποστάξεως ρητινούχων ξύλων: Mαύρος σαν ~, και με επίταση μαύρος ~.

[ιταλ. catra m(e) < αραβ. qatrā (πρβ. τουρκ. katran (< αραβ.) > διαλεκτ. κατράνι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες