Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατισχύω
1 εγγραφή
κατισχύω [katisxío] Ρ9α : (λόγ.) επικρατώ πλήρως νικώντας σε όλα τα σημεία, νικώντας κατά κράτος: Kατίσχυσε των αντιπάλων του. || (νομ.): Ο νόμος κατισχύει της διατάξεως, είναι ισχυρότερος.

[λόγ. < αρχ. κατισχύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες