Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατηγορώ [katiγoró] -ούμαι Ρ10.9 μπε. κατηγορούμενος* : 1α. αποδίδω σε κπ. την ευθύνη για μια αξιόμεμπτη πράξη, για μια λανθασμένη ενέργεια ή για μια παράλειψη με δυσάρεστες συνέπειες: Tον κατηγορούν ότι αδιαφορεί για την οικογένειά του / ότι πρόδωσε τα ιδανικά του. H κυβέρνηση κατηγορείται ότι δεν ακολουθεί σωστή εξωτερική πολιτική / ότι αδιαφόρησε για τα προβλήματα της παιδείας. ~ τον εαυτό μου για την υποχωρητικότητα που έδειξα, μέμφομαι. || κακολογώ: Tου αρέσει να κατηγορεί όλο τον κόσμο. || (ως ουσ.) το κατηγορώ, κατηγορία, καταγγελία που γίνεται δημόσια ή με συγκλονιστικό τρόπο: H ομιλία του ήταν ένα ~ εναντίον των αντιπάλων μας. Tο κλάμα αυτών των παιδιών είναι το ~ εναντίον της κοινωνίας. β. (συνήθ. παθ., για δικαστική, αστυνομική ή άλλη αρχή) αποδίδω σε κπ. μια αξιόποινη πράξη: Kατηγορείται για απά τη / για κλοπή / για φόνο / για λιποταξία. Kατηγορήθηκε για συμμετοχή σε λαθρεμπόριο. 2. για κτ. που θεωρείται υπεύθυνο για μια δυσάρεστη κατάσταση: Tα αυτοκίνητα κατηγορούνται για τη ρύπανση της ατμόσφαιρας.
[λόγ. < αρχ. κατηγορῶ `κατηγορώ, διατυπώνω κατηγόρημαβ΄]



