Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατεψυγμένος
1 εγγραφή
κατεψυγμένος -η -ο [katepsiγménos] Ε3 : 1. που τον έχουν καταψύξει, κυρίως για τρόφιμα διατηρημένα με τη μέθοδο της κατάψυξης· καταψυγμένος: Kατεψυγμένα κρέατα / ψάρια / λαχανικά / προϊόντα ζύμης. || (έκφρ.) γίνομαι ~, σε αστεϊσμό, παγώνω από το υπερβολικό κρύο: Aν δεν ανάψει η σόμπα θα γίνουμε κατεψυγμένοι. 2. (γεωγρ.) κατεψυγμένες ζώνες της γης, που βρίσκονται κοντά στους πόλους και όπου επικρατεί πολύ μεγάλο ψύχος: Bόρεια / νότια κατεψυγμένη ζώνη.

[λόγ. < μππ. του καταψύχω σημδ. γαλλ. surgelé ή αγγλ. refrigerated (διαφ. το μσν. κατεψυγμένος `ψυχρός, κατεστραμμένος απ΄ το κρύο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες