Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατεστημένος
1 εγγραφή
κατεστημένος -η -ο [katestiménos] Ε3 : που είναι καθιερωμένος και παγιωμένος και του οποίου οι φορείς αντιδρούν συνήθ. σε κάθε εξέλιξη ή μεταβολή του: H κατεστημένη τάξη (των πραγμάτων), το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς που παραδοσιακά ισχύει, η καθεστηκυία τάξη. Οι κατεστημένες κοινωνικές αξίες. Οι κατεστημένοι γλωσσικοί μηχανισμοί. Οι κατεστημένοι θεσμοί. || (ως ουσ.) το κατεστημένο*.

[λόγ. επίθ. < κατεστημένο απόδ. αγγλ. established]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες