Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταχαρούμενος -η -ο [kataxarúmenos] Ε5 : που αισθάνεται πολύ μεγάλη χαρά, που είναι πάρα πολύ χαρούμενος: Είναι ~ για την επιτυχία του.
καταχαρούμενα ΕΠIΡΡ. [κατα- χαρούμενος]



