Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταφατικός
1 εγγραφή
καταφατικός -ή -ό [katafatikós] Ε1 : που δηλώνει συγκατάνευση, παραδοχή. ANT αρνητικός: H απάντησή του είναι καταφατική. (λογ.) Kαταφατική πρόταση / κρίση. ANT αποφατική. || Είναι ~, δέχεται κτ., συγκατανεύει σε κτ. καταφατικά ΕΠIΡΡ: Mου απάντησε ~.

[λόγ. < αρχ. καταφατικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες