Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατασκευάζω [kataskevázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. φτιάχνω κτ., με ένα ή με περισσότερα υλικά συνήθ. με τη βοήθεια μηχανών ή άλλων τεχνικών μέσων και σύμφωνα με ένα σχέδιο: Οικοδομικές εταιρείες που κατασκευάζουν σπίτια, εργοστάσια, γέφυρες, χτίζουν. Εργοστάσιο που κατασκευάζει αυτοκίνητα / μηχανήματα / έπιπλα / παπούτσια. Kατασκευάστηκαν πέντε πλοία, ναυπηγήθηκαν. Ρούχα κατασκευασμένα στην Ελλάδα, ραμμένα. || (γεωμ.) ~ ένα τρίγωνο / ένα τετράπλευρο, το σχεδιάζω σύμφωνα με ορισμένα δεδομένα και με γεωμετρικά όργανα. β. συνθέτω γλωσσικά στοιχεία και σχηματίζω ένα νοηματικό σύνολο: ~ μια πρόταση, συντάσσω. 2. (μτφ., μειωτ.) επινοώ κτ. με σκοπό να εξαπατήσω ή να βλάψω κπ.: Kατασκεύασε μια ολόκληρη ιστορία για να δικαιολογήσει την απουσία του. Kατηγορίες κατασκευασμένες από τους αντιπάλους μας, χαλκευμένες. || Ο ναζισμός κατασκεύασε τη θεωρία της υπεροχής της αρίας φυλής.
[λόγ. < αρχ. κατασκευάζω]



