Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπνίγω
1 εγγραφή
καταπνίγω [katapníγo] -ομαι Ρ αόρ. κατέπνιξα, απαρέμφ. καταπνίξει, παθ. αόρ. καταπνίγηκα και καταπνίχτηκα, απαρέμφ. καταπνιγεί και καταπνιχτεί, μππ. καταπνιγμένος : 1. εμποδίζω μια εξέγερση ή μια άλλης μορφής αντίδραση να εκραγεί, να αναπτυχθεί ή να επικρατήσει· καταστέλλω: Δεν μπόρεσαν να καταπνίξουν την επανάσταση του λαού. H ανταρσία καταπνίγηκε (στο αίμα) από τις κυβερνητικές δυνάμεις. 2. δεν αφήνω να εκδηλωθεί ένα συναίσθημά μου, το ελέγχω απόλυτα· πνίγωII1: Kατέπνιξε την οργή του και δέχτηκε το συμβιβασμό. Δεν μπορούσε να καταπνίξει τον πόνο του / τα δάκρυά του. ~ τη φωνή της συνείδησής μου.

[λόγ. < αρχ. καταπνίγω `πνίγω, σβήνω΄ & σημδ. γαλλ. étouffer]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες