Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταπακτή η [katapaktí] & καταπαχτή η [katapaxtí] Ο29 : είδος πόρτας που κλείνει ένα άνοιγμα στο δάπεδο και που οδηγεί σε υπόγειο, σε κρύπτη, σε αμπάρι πλοίου κτλ.: Άνοιξε την ~ και κατέβηκε την ξύλινη σκάλα. || (επέκτ.) ο χώρος που βρίσκεται κάτω από την παραπάνω πόρτα, π.χ. υπόγειο, κρύπτη κτλ.: Kρυβόταν χρόνια σε μια ~.
[λόγ. < αρχ. καταπακτή (θύρα)· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]