Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατακίτρινος -η -ο [katakítrinos] Ε5 : που είναι εντελώς κίτρινος. 1α. για κτ. που έχει έντονο κίτρινο χρώμα ή που είναι μόνο κίτρινο, χωρίς το συνδυασμό και άλλων χρωμάτων: Έβαψε τα κάγκελα κατακίτρινα. Φορούσε μια κατακίτρινη ζακέτα και μια φούστα κίτρινη με λίγο γκρι. β. για κτ. που είχε αρχικά λευκό ή ανοιχτό χρώμα και από την πολυκαιρία ή από την έλλειψη καθαριότητας θάμπωσε και πήρε μια κίτρινη απόχρωση ή έκανε κίτρινους λεκέδες. 2. για κπ. που είναι πάρα πολύ χλωμός: Έγινε ~ από την αρρώστια / από το φόβο του. Tο πρόσωπό του είναι κατακίτρινο.
[κατα- κίτρινος]



