Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγραφή
1 εγγραφή
καταγραφή η [kataγrafí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταγράφω. 1. εγγραφή σε λογιστικό βιβλίο ή σε κατάλογο: Έγινε ~ των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. || αποτύπωση, σε ενδεικτικό πίνακα, μεγεθών που έχουν καταμετρηθεί: Aυτόματη ~, εγγραφή. 2α. γραπτή συλλογή στοιχείων και πληροφοριών: Θα γίνει ~ των αλλοδαπών που εργάζονται στη χώρα μας. Άρχισε η ~ των ζημιών που προκάλεσε η κακοκαιρία. Mε τις δημοσκοπήσεις γίνεται ~ των πολιτικών τάσεων του κοινού. β. γραπτή παρουσίαση γεγονότων ή καταστάσεων: Πληροφορίες που αντλούμε από προσεκτικές καταγραφές δημοσιογράφων που έζησαν τα γεγονότα. γ. αποτύπωση εικόνας ή ήχου με τα κατάλληλα τεχνικά μέσα: Έγινε μια λεπτομερής ~ της επικαιρότητας με τον τηλεοπτικό φακό.

[λόγ.: 2β: ελνστ. καταγραφή, αρχ. σημ.: `σχεδίασμα΄· 1, 2α: σημδ. γαλλ. enregistrement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες