Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταγάλανος
1 εγγραφή
καταγάλανος -η -ο [kataγálanos] Ε5 : που είναι εντελώς γαλανός: Έχει καταγάλανα μάτια, χωρίς αποχρώσεις προς το γκρι, πράσινο ή καστανό. ~ ουρανός. Kαταγάλανη θάλασσα.

[κατα- γαλαν(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες