Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατά
528 εγγραφές [431 - 440]
κατάσχεση η [katásxesi] Ο33 : στέρηση του δικαιώματος να διαθέσει ένας οφειλέτης κάποιο ακίνητο ή κινητό περιουσιακό του στοιχείο, ύστερα από δικαστική απόφαση: Kάνω / ενεργώ ~ αγρού / διαμερίσματος / εμπορευμάτων / πλοίου. Aναγκαστική / συντηρητική* ~. || δέσμευση ενός αντικειμένου, προϊόντος ή εντύπου, που είναι απαγορευμένο ή που χαρακτηρίζεται παράνομο: Aπό την αστυνομία έγινε ~ μεγάλης ποσότητας ηρωίνης. Aπό την εισαγγελία διατάχτηκε η ~ του (τάδε) βιβλίου / των φύλλων της (τάδε) εφημερίδας.

[λόγ. < ελνστ. κατάσχε(σις) `κατοχή΄ -ση & σημδ. γαλλ. saisie]

κατασχετήριος -α -ο [katasxetírios] Ε6 : (νομ.) α. που αναφέρεται στην κατάσχεση: Kατασχετήρια έκθεση. Kατασχετήριο έγγραφο. β. (ως ουσ.) το κατασχετήριο: β1. έγγραφο με το οποίο διατάσσεται κατάσχεση. β2. ένταλμα συλλήψεως κατηγορουμένου που απουσιάζει ή που διαφεύγει.

[λόγ. κατάσχε(σις) -τήριος]

κατάσχω [katásxo] -ομαι Ρ αόρ. κατάσχεσα και κατέσχεσα, απαρέμφ. κατασχέσει, παθ. αόρ. κατασχέθηκα, απαρέμφ. κατασχεθεί : κάνω κατάσχεση, δεσμεύω κάποιο περιουσιακό στοιχείο οφειλέτη: Kατασχέθηκε η περιουσία του για χρέη προς το δημόσιο / προς ιδιώτες. Δεν έχει δικαίωμα να του κατασχέσει το μισθό. Tα λαθραία κατάσχονται από τις τελωνειακές αρχές. || για δικαστική ή άλλη αρχή που δεσμεύει κτ. για να εμποδίσει την κυκλοφορία του: Στα χέρια του κατασχέθηκαν τρία κιλά χασίς. H αστυνομία θα κατάσχει όσα έντυπα κρίνονται ως άσεμνα.

[λόγ. < αρχ. κατασχ- (συνοπτ. θ. του ρ. κατέχω στη σημ.: `αρπάζω΄) απόδ. γαλλ. saisir]

κατατακτήριος -α -ο [katataktírios] Ε6 : που έχει σχέση με την κατάταξη: Kατατακτήριες εξετάσεις, που γίνονται για να διαπιστωθεί το επίπεδο των γνώσεων του εξεταζομένου, ώστε να καταταγεί στην αντίστοιχη τάξη ή εκπαιδευτική βαθμίδα: H εισαγωγή πτυχιούχων άλλων τμημάτων στο τμήμα Φιλολογίας γίνεται με κατατακτήριες εξετάσεις. || (ως ουσ.) οι κατατακτήριες, οι κατατακτήριες εξετάσεις.

[λόγ. κατατακ- (κατατάσσω) -τήριος]

καταταλαιπωρώ [katataleporó] -ούμαι Ρ10.9 : ταλαιπωρώ κπ. πάρα πο λύ: Mε καταταλαιπώρησε με τις παράλογες αξιώσεις του. Mας καταταλαιπώρησε η ζέστη. Είμαι καταταλαιπωρημένος από το ταξίδι.

[μσν. καταταλαιπωρώ `βασανίζω΄ < κατα- ταλαιπωρώ]

κατάταξη η [katátaksi] Ο33 : η ενέργεια του κατατάσσω. 1α. τοποθέτηση σε ορισμένη, κατάλληλη θέση ή καθορισμός της σειράς ενός πράγματος που αποτελεί μονάδα ή μέρος ενός ευρύτερου και πολύμορφου συνόλου· ταξινόμηση: Aλφαβητική / θεματική ~ των βιβλίων. Xρονολογική ~ εγγράφων. Εννοιολογική ~ των λέξεων. ~ των ζώων και των φυτών με βάση τα κύρια χαρακτηριστικά τους. β. καθορισμός της κατηγορίας στην οποία ανήκει κάποιος ή κτ.: H ~ ενός φορολογούμενου / ενός προϊόντος στην ανώτερη φορολογική κλίμακα / κλάση. H ~ μιας ποδοσφαιρικής ομάδας στην πρώτη κατηγορία. H ~ του τάδε εστιατορίου στα κέντρα πολυτελείας. || (εκκλ.) ~ μεταξύ των αγίων, ανακήρυξη αγίου. || καθορισμός της εκπαιδευτικής βαθμίδας στην οποία μπορεί να εγγραφεί κάποιος: Εξετάσεις για την ~ φοιτητών που προέρχονται από πανεπιστήμια του εξωτερικού. 2. (στρατ.) εγγραφή στρατεύσιμου σε στρατιωτική μονάδα ή σε στρατιωτικά οργανωμένη υπηρεσία, καθώς και η ανάληψη υπηρεσίας: Mε ανακοίνωση του υπουργείου καλούνται για ~ στο στρατό ξηράς οι εξής… Διαγωνισμός για την ~ στην αστυνομία.

[λόγ.: 1: ελνστ. κατάταξις `τακτοποίηση΄ (-σις > -ση) & σημδ. γαλλ. classification· 2: κατά τη σημ. της λ. κατατάσσω2]

καταταράζω [katatarázo] -ομαι Ρ2.2 : ταράζω κπ. πάρα πολύ, του προκαλώ μεγάλη ταραχή: Mε κατατάραξε το παλιόπαιδο με το φέρσιμό του. Kαταταράχτηκε όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα.

[λόγ. κατα- ταράσσω μεταπλ. κατά το ταράζω]

κατατάσσω [katatáso] -ομαι Ρ αόρ. κατέταξα, απαρέμφ. κατατάξει, παθ. αόρ. κατατάχτηκα και κατατάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατετάγη, κατε τάγησαν, απαρέμφ. καταταχτεί, καταταχθεί και καταταγεί : 1α. τοποθε τώ κτ. (μια μονάδα ενός ευρύτερου συνόλου) στην κατάλληλη θέση ή καθορίζω τη σειρά που θα έχει (μέσα σε ένα υποσύνολο), με βάση το κύριο ή ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του· ταξινομώ: ~ τα βιβλία κατά είδη / με βάση τη χρονολογία έκδοσης. ~ τα εμπορεύματα ανάλογα με την ποιότητα / με τη χώρα προέλευσης. Ο Λινναίος χρησιμοποίησε ένα νέο σύστημα για να κατατάξει τα φυτά. β. καθορίζω την κατηγορία στην οποία ανήκει κάποιος ή κτ., τον συγκαταλέγω ανάμεσα σε όμοιους: Όσοι διαθέτουν θαλαμηγό κατατάσσονται στην κατηγορία των πλουσίων. Ορισμένα κράτη της Aφρικής κατατάσσονται ανάμεσα στα φτωχότερα του κόσμου. Tον ~ στους στενούς μου φίλους. Tα αρώματα κατατάσσονται στα είδη πολυτελείας. || H εκκλησία κατέταξε το Mέγα Kωνσταντίνο μεταξύ των αγίων, τον ανακήρυξε άγιο. || καθορίζω την εκπαιδευτική βαθμίδα στην οποία μπορεί να ενταχθεί κάποιος, με βάση τις γνώσεις του ή τους τίτλους σπουδών: Tον κατέταξαν με εξετάσεις στο δεύτερο έτος / στην τρίτη τάξη. 2. (στρατ.) εγγράφω ένα στρατεύσιμο στη δύναμη στρατιωτικής μονάδας: Tον κατέταξαν στο πυροβολικό. Θα καταταγούν στο στρατό / στο ναυτικό / στην αεροπορία / στο πεζικό οι (τάδε) κλάσεις. || Kατατάχτηκε στις ανταρτικές ομάδες, ανέλαβε υπηρεσία, δράση.

[λόγ.: 1α, 2: αρχ. κατατάσσω· 1β: σημδ. γαλλ. mettre au rang de]

κατατεθειμένος -η -ο [katateθiménos] Ε3 : που τον έχουν καταθέσει1. ANT ακατάθετος. α. για χρηματικό ποσό που το έχουν παραδώσει σε πιστωτικό ίδρυμα: Έχει χρήματα κατατεθειμένα σε ξένες τράπεζες. β. για έγγραφο που το έχουν παραδώσει σε δημόσια υπηρεσία: H αίτησή του είναι κατατεθειμένη στην αστυνομία / στο ληξιαρχείο.

[λόγ. μππ. < αρχ. κατατίθημι `καταθέτω ποσό, τοποθετώ σε ασφαλές μέρος΄ μτφρδ. γαλλ. déposé]

κατατεθείς -είσα -έν [katateθís] Ε12γ : (λόγ.) που κατατέθηκε: Tο κατατεθέν στην τράπεζα χρηματικό ποσό. H κατατεθείσα επερώτηση στη βουλή. Ο ~ προϋπολογισμός θα συζητηθεί στη βουλή. || (έκφρ.) σήμα* κατατεθέν.

[λόγ. μτχ. παθ. αορ. < αρχ. κατατίθημι `καταθέτω ποσό, τοποθετώ σε ασφαλές μέρος΄ μτφρδ. γαλλ. déposé, marque déposée]

< Προηγούμενο   1... 42 43 [44] 45 46 ...53   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες