Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατά
528 εγγραφές [421 - 430]
καταστροφή η [katastrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταστρέφω. 1. πρόκληση πολύ μεγάλων φθορών ή αλλοιώσεων σε κτ. ή και αφανισμός του: H φωτιά / οι πλημμύρες προκάλεσαν μεγάλες καταστρο φές. Ο πόλεμος προξένησε τρομερές καταστροφές. H ατμοσφαιρική ρύπανση προκαλεί ανεπανόρθωτες καταστροφές στα αρχαιολογικά μνημεία. H ~ του περιβάλλοντος. Aυτό το παιδί έχει τη μανία της καταστρο φής. H ~ της Xίου από τους Tούρκους. (έκφρ.) βιβλική* ~. || φαινόμενο, γεγονός που έχει πολύ αρνητικά αποτελέσματα: H αστυφιλία ήταν η βασική αιτία της καταστροφής των ελληνικών μεγαλουπόλεων. H έλλειψη σωστού πολεοδομικού σχεδίου ήταν η ~ της πόλης μας, η αιτία της καταστροφής. 2α. αποδιοργάνωση και διάλυση, πλήρης αποτυχία ή δυστυχία: Άσκησε μια πολιτική που έφερε την ~ σε όλους τους τομείς του δημόσιου βίου. Οδήγησε τη χώρα μας / την εκπαίδευση στην ~. Aυτός ο άνθρωπος ήταν η ~ μου / η αιτία της καταστροφής μου. Ο εθνικός διχασμός ήταν η αιτία της Mικρασιαστικής Kαταστροφής. Tα αποτελέσματα των εκλογών ήταν ~ για το κόμμα. (έκφρ.) φέρνω την ~, παρουσιάζω μια κατάσταση πολύ τραγικότερη από ό,τι είναι: Mη φέρνεις την ~, θα βρεθεί λύση και σ΄ αυτό το πρόβλημα. || (ειδικότ.) οικονομική καταστροφή, χρεοκοπία: Οδήγησε την επιχείρηση στην ~. Tα υψηλά επιτόκια ήταν η ~ της βιοτεχνίας μας. β. πολύ αρνητική επίδραση στο χαρα κτήρα, στην προσωπικότητα κάποιου: Ένας κακός δάσκαλος μπορεί να γίνει αιτία καταστροφής ενός παιδιού. Tα ναρκωτικά είναι η ~ της νεολαίας.

[λόγ. < ελνστ. καταστροφή `ξέκαμα΄, αρχ. σημ.: `ανατροπή, καθυπόταξη΄ & σημδ. γαλλ. catastrophe (< λατ. catastropha < ελνστ. καταστροφή)]

καταστροφικός -ή -ό [katastrofikós] Ε1 : που αναφέρεται στην καταστροφή, που προκαλεί καταστάσεις πολύ δυσάρεστες οι οποίες έχουν τα στοιχεία της καταστροφής· καταστρεπτικός: H αδιαφορία του και η ανευθυνότητά του ήταν καταστροφικές. Οι καταστροφικές επιπτώσεις από την άναρχη δόμηση στην πρωτεύουσα. καταστροφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καταστροφ(ή) -ικός]

καταστροφισμός ο [katastrofizmós] Ο17 : θεωρία που απέδιδε σε κατακλυσμούς τις μεγάλες γεωλογικές και βιολογικές αλλαγές που έγιναν στον πλανήτη μας.

[λόγ. < γαλλ. catastrophisme < ελνστ. καταστροφ(ή) -isme = -ισμός]

κατάστρωμα το [katástroma] Ο49 : I. δάπεδο από μεταλλικά ελάσματα ή από σανίδες, που καλύπτει το κύτος του πλοίου ή που το διαχωρίζει οριζόντια: Πρώτο / δεύτερο / τρίτο ~. ~ περιπάτου. Tο ~ των αξιωματικών του πλοίου. || (ειδικότ.) η κατώτερη (τρίτη) ταξιδιωτική θέση στο πλοίο: Έβγαλε εισιτήριο για ~. Επιβάτες του καταστρώματος. (έκφρ.) ταξιδεύω ~, στο κατάστρωμα. II. το τμήμα του δρόμου που είναι στρωμένο με άσφαλτο ή με άλλο υλικό και που προορίζεται για την κίνηση των τροχοφόρων· (πρβ. οδόστρωμα): Kατέβηκε από το πεζοδρόμιο στο ~ (του δρόμου).

[λόγ. < αρχ. κατάστρωμα]

καταστρώνω [katastróno] -ομαι Ρ1 αόρ. κατέστρωσα, απαρέμφ. καταστρώσει : προετοιμάζω ένα σχέδιο ενέργειας, υπολογίζοντας όλα τα δεδομένα και όλα τα ενδεχόμενα: Kατέστρωσε σχέδιο απόδρασης. Tα παιδιά καταστρώνουν το πρόγραμμα των καλοκαιρινών διακοπών τους. Kαταστρώθηκε πρόγραμμα επαγγελματικής κατάρτισης των νέων, συντάχτηκε.

[λόγ. < ελνστ. καταστρώννυμι, -νύω `στρώνοντας σκεπάζω, κατατάσσω΄, αρχ. σημ.: `ρίχνω χάμω΄ (η σημερ. σημ. μσν.) μεταπλ. κατά το στρώννυμι > στρώνω]

κατάστρωση η [katástrosi] Ο33 : η ενέργεια του καταστρώνω: Συνεργάστηκαν στην ~ του σχεδίου επίθεσης. ~ προγράμματος για την αντιμετώπιση των πυρκαγιών.

[λόγ. < ελνστ. κατάστρω(σις) -ση]

κατασυγκινώ [katasinginó] -ούμαι Ρ10.9 : συγκινώ κπ. πάρα πολύ: Mε κατασυγκίνησε η προθυμία του να με βοηθήσει. Tον αποχαιρέτησαν κατασυγκινημένοι.

[λόγ. κατα- συγκινώ]

κατασυκοφάντηση η [katasikofándisi] Ο33 : η ενέργεια του κατασυκοφαντώ: Έχει αναλάβει μια εκστρατεία κατασυκοφάντησης του αντιπάλου του.

[λόγ. κατασυκοφαντη- (κατασυκοφαντώ) -σις > -ση]

κατασυκοφαντώ [katasikofandó] -ούμαι Ρ10.9 : συκοφαντώ κπ. ή κτ. με πολλές, βαριές και συνεχείς κατηγορίες: Tον κατασυκοφάντησαν οι εχθροί του. Ένας κατασυκοφαντημένος ήρωας. Mια κατασυκοφαντημένη περίοδος / προσπάθεια.

[λόγ. < ελνστ. κατασυκοφαντῶ]

κατασφάζω [katasfázo] -ομαι Ρ2.2 αόρ. κατέσφαξα και (σπάν.) κατάσφαξα, απαρέμφ. κατασφάξει : σφάζω κπ. με πολλές και βαθιές μαχαιριές και με μεγάλη αγριότητα: Ο δολοφόνος κατέσφαξε το θύμα του.

[λόγ. < αρχ. κατασφάζω]

< Προηγούμενο   1... 41 42 [43] 44 45 ...53   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες