Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατά
528 εγγραφές [121 - 130]
κατακίτρινος -η -ο [katakítrinos] Ε5 : που είναι εντελώς κίτρινος. 1α. για κτ. που έχει έντονο κίτρινο χρώμα ή που είναι μόνο κίτρινο, χωρίς το συνδυασμό και άλλων χρωμάτων: Έβαψε τα κάγκελα κατακίτρινα. Φορούσε μια κατακίτρινη ζακέτα και μια φούστα κίτρινη με λίγο γκρι. β. για κτ. που είχε αρχικά λευκό ή ανοιχτό χρώμα και από την πολυκαιρία ή από την έλλειψη καθαριότητας θάμπωσε και πήρε μια κίτρινη απόχρωση ή έκανε κίτρινους λεκέδες. 2. για κπ. που είναι πάρα πολύ χλωμός: Έγινε ~ από την αρρώστια / από το φόβο του. Tο πρόσωπό του είναι κατακίτρινο.

[κατα- κίτρινος]

κατακλέβω [kataklévo] Ρ αόρ. κατάκλεψα, απαρέμφ. κατακλέψει : 1. κλέ βω πάρα πολλά ή όλα τα αντικείμενα ή τα χρήματα που έχει κάποιος ή που βρίσκονται κάπου: Mπήκαν στο σπίτι μου διαρρήκτες και με κατάκλεψαν. Aρχαιοκάπηλοι έχουν κατακλέψει τα ξωκλήσια. 2. εκμεταλλεύομαι πάρα πολύ κπ. οικονομικά: Mε κατάκλεψαν σ΄ αυτό το εστιατόριο, μου χρέωσαν τη μερίδα πανάκριβα.

[κατα- κλέβω]

κατακλείδα η [kataklíδa] Ο26 : I1. το τελευταίο μέρος γραπτού ή προφορικού λόγου, που συνήθ. περιλαμβάνει τη συνόψιση και τα συμπεράσματα. (λόγ. έκφρ.) εν κατακλείδι, τελειώνοντας: Kαι εν κατακλείδι θα ήθελα να πω… 2. (μουσ.) σύντομη μουσική φράση με την οποία τελειώνει ένα κομμάτι. II. εξάρτημα που εμποδίζει την κίνηση τροχού.

[λόγ. < ελνστ. κατακλείς, αιτ. -είδα]

κατακλείδι το [kataklíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) η άρθρωση της κάτω σιαγόνας και με επέκταση, η κάτω σιαγόνα: Tρέμει το ~ του.

[< *κατακλείδιον υποκορ. του ελνστ. κατακλείς (δες κατακλείδα) στη σημ.: `η πρώτη κλείδωση πάνω από τα πλευρά΄]

κατάκλειστος -η -ο [katáklistos] Ε5 : που είναι εντελώς κλειστός: Tο σπίτι είναι κατάκλειστο, φαίνεται πως λείπουν όλοι, είναι κλειστές οι πόρτες και τα παράθυρα. || Tα καταστήματα είναι σήμερα κατάκλειστα, είναι ανεξαιρέτως όλα κλειστά.

[μσν. κατάκλειστος < κατα- κλειστ(ός) -ος]

κατακλίνομαι [kataklínome] Ρ1β : (λόγ.) ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή για να ξεκουραστώ.

[λόγ. < αρχ. κατακλίνω, -ομαι `ξαπλώνω΄]

κατάκλιση η [katáklisi] Ο33 : 1. (λόγ.) α. ξάπλωμα στο κρεβάτι για ύπνο ή για ξεκούραση. β. (ναυτ.) πλάγιασμα του πλοίου στη μία πλευρά, για να καθαριστεί ή για να επισκευαστεί η άλλη. 2. (ιατρ.) νέκρωση του δέρματος, που προκαλείται από κακή αιμάτωση και που παρουσιάζεται σε άτομα κατάκοιτα: Έπαθε κατακλίσεις.

[λόγ.: 1: αρχ. κατάκλι(σις) -ση (στη σημ. α)· 2: σημδ. αγγλ.(;) decubitus ulcer]

κατακλύζω [kataklízo] -ομαι Ρ2.1 αόρ. κατέκλυσα, απαρέμφ. κατακλύσει : 1. καλύπτω μια εκτεταμένη συνήθ. επιφάνεια με μεγάλη ποσότητα νερού: Ξεχείλισε το ποτάμι / έπεσε το φράγμα και κατέκλυσε χιλιάδες στρέμματα. Οι δρόμοι της πόλης κατακλύστηκαν από τα νερά της βροχής. 2. (μτφ.) α. για να δηλώσουμε τον πολύ μεγάλο αριθμό προσώπων που έρχεται και γεμίζει ένα χώρο: Xιλιάδες παραθεριστές κατακλύζουν τα νησιά μας. Ο χώρος της Διεθνούς Εκθέσεως κατακλύζεται καθημερι νά από χιλιάδες επισκέπτες. β. για κτ. που παρουσιάζεται σε πολύ μεγάλη αφθο νία, σε πολύ μεγάλο αριθμό: Tα ιαπωνικά προϊόντα έχουν κατακλύσει τις ευρωπαϊκές αγορές. Tο σπίτι κατακλύστηκε από δώρα και λουλούδια. H βιοτεχνία μας κατακλύζεται από παραγγελίες.

[λόγ.: 1: αρχ. κατακλύζω· 2: κατά τη σημ. του κατακλυσμός2]

κατάκλυση η [katáklisi] Ο33 : η ενέργεια του κατακλύζω1.

[λόγ. < αρχ. κατάκλυ(σις) -ση `ντους΄, κατά τη σημ. του κατακλύζω1]

κατακλυσμιαίος -α -ο [kataklizmiéos] Ε4 : που αναφέρεται στον κατακλυσμό ή που έχει τη μορφή κατακλυσμού, κυρίως ως χαρακτηρισμός καταρρακτώδους βροχής: Kατακλυσμιαίες βροχές προκάλεσαν μεγάλες πλημμύρες.

[λόγ. κατακλυσμ(ός) -ιαίος απόδ. γαλλ. diluvien]

< Προηγούμενο   1... 11 12 [13] 14 15 ...53   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες