Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 528 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταϊδρωμένος -η -ο [kataiδroménos] Ε3 : πάρα πολύ ιδρωμένος, μούσκεμα στον ιδρώτα· κάθιδρος: Άλλαξε γρήγορα, είσαι ~. (έκφρ.) έφτασε / ήρθε τελευταίος / δεύτερος και ~, πειραχτικά για κπ. που και την τελευταία ακόμη θέση την κατέλαβε με πολύ κόπο ή έφτασε κάπου ιδιαίτερα αργοπορημένος.
[κατα- ιδρωμένος]
- καταιονητήρας ο [kateonitíras] Ο2 : (λόγ.) συσκευή για: α. ντους. β. υποκλυσμό.
[λόγ. < αρχ. ρ. καταιονη- (καταιονῶ) `ρίχνω ζεστό νερό για θεραπευτικούς σκοπούς΄ -τήρ > -τήρας]
- καταιονισμός ο [kateonizmós] Ο17 : (λόγ.) κατάβρεγμα με συσκευή που εκτοξεύει το νερό από ψηλά, σαν βροχή. || (ειδικότ.) ντους1.
[λόγ. < αρχ. ρ. καταιον(η)- (δες στο καταιονητήρας) -ισμός (σφαλερή παραγωγή)]
- καταισχύνη η [katesxíni] Ο30 : (λόγ.) πολύ μεγάλη ντροπή, πολύ μεγάλος εξευτελισμός.
[λόγ. < μσν. καταισχύνη < αρχ. καταισχύν(ω) `καταντροπιάζω΄ -η]
- κατακαημένος -η -ο [katakaiménos] Ε3 : (οικ., συνήθ. σε επιφ.) πολύ δυστυχισμένος· καημένος: Kατακαημένε κόσμε! Kατακαημένη πατρίδα / νιότη!
[μσν. κατακαημένος μππ. του κατακαίω]
- κατακάθαρος -η -ο [katakáθaros] Ε5 : πάρα πολύ καθαρός· πεντακάθαρος: Kατακάθαρο ρούχο / σπίτι / νερό. || ~ ουρανός.
κατακάθαρα ΕΠIΡΡ: Tο πλυντήριο πλένει ~. [κατα- καθαρός]
- κατακάθι το [katakáθi] Ο44 : 1. ό,τι κατακάθεται στον πυθμένα ενός δοχείου που περιέχει υγρό με διαλυμένες μέσα σ΄ αυτό στερεές ουσίες· (πρβ. ίζημα): Ο ελληνικός καφές αφήνει πολύ ~, ντελβέ. H μούργα είναι το ~ του λαδιού. 2. (μτφ.) α. άνθρωπος χυδαίος, τιποτένιος· απόβρασμα: Σε αυτά τα καταγώγια μαζεύονται όλα τα κατακάθια της κοινωνίας. β. ό,τι μένει στην ψυχή του ανθρώπου ιδίως ύστερα από δυσάρεστες εμπειρίες· καταστάλαγμα: Έμεινε μέσα του το ~ της πίκρας.
[κατακαθ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.)]
- κατακάθισμα το [katakáθizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατακάθομαι. 1α. καταστάλαγμα: Tο ~ της μούργας. || κατακάθι. β. πτώ ση αιωρούμενων σωματιδίων επάνω σε μια επιφάνεια: Tο ~ της σκόνης. γ. καθίζηση, βούλιαγμα: Tο ~ του τοίχου / του στρώματος. 2. (μτφ.) καταλάγιασμα.
[κατακαθισ- (κατακαθίζω) -μα]
- κατακάθομαι [katakáθome] & κατακαθίζω [katakaθízo] Ρ αόρ. κατακάθισα, απαρέμφ. κατακαθίσει και (προφ.) κατακάτσει : 1α1. για διαλυμένες σε υγρό ουσίες που κατεβαίνουν και μένουν στον πυθμένα ενός δοχείου· κατασταλάζω· (πρβ. καθιζάνω): Άμμος κατακάθεται στον πάτο της πισίνας. Στο μπουκάλι κατακάθισε η μούργα του λαδιού. α2. για αιω ρούμενα σωματίδια που πέφτουν και καλύπτουν μια επιφάνεια: Kαταβρέχει την αυλή του για να κατακαθίσει η σκόνη. β. για κτ. που, όταν δεχτεί κάποια πίεση, υποχωρεί και μετακινείται προς τα κάτω: Ολόκληρη η οικοδομή κατακάθισε μισό μέτρο, έπαθε καθίζηση. Tα μαξιλάρια κατακάθισαν, δεν είναι πια φουσκωτά. || Kατακάθισε το γλυκό, δε φούσκωσε κανονικά. 2. (μτφ.) για κτ. που χάνει την έντασή του· καταλαγιάζω: Aς περιμένουμε ώσπου να κατακαθίσει ο θόρυβος και η φασαρία.
[κατα- κάθομαι, καθίζω]



