Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατά
528 εγγραφές [411 - 420]
κατάστιχο το [katástixo] Ο41 : (παρωχ.) λογιστικό βιβλίο. ΦΡ έχω / γρά φω κπ. στου δια(β)όλου* το ~. ανοίγω τα παλιά μου τα κατάστιχα, ξαναθυμάμαι λησμονημένες διαμάχες, παλιά μίση. (γράφω κπ. στα) μαύρα* κατάστιχα. || (προφ., ειρ.) σημειωματάριο.

[μσν. κατάστιχον < φρ. κατά στίχον]

καταστιχογράφος ο [katastixoγráfos] Ο18 : (παρωχ.) αυτός που κρατούσε τα λογιστικά βιβλία.

[λόγ. κατάστιχ(ον) -ο- + -γράφος]

καταστολή η [katastolí] Ο29 : η ενέργεια του καταστέλλω. 1. αποτελεσματικός έλεγχος μιας εκρηκτικής κατάστασης, έτσι ώστε να μην μπορέσει να εξελιχθεί και να επεκταθεί: H στρατιωτική ηγεσία πέτυχε την ~ του κινήματος. Ο στρατός και η αστυνομία είναι δυνάμεις καταστολής. Πρόληψη και ~ της εγκληματικότητας. Kράτος καταστολής, μειωτικά, για ένα κράτος, όπου τον κύριο ρόλο έχουν οι δυνάμεις και τα μέσα καταστολής. 2. ελάττωση της έντασης μιας σωματικής ή ψυχικής αντίδρασης ή λειτουργίας: H ~ των παθών. H ~ υπερπαραγωγής ορμονών.

[λόγ. < ελνστ. καταστολή, αρχ. σημ.: `επιφύλαξη΄]

καταστόλιστος -η -ο [katastólistos] Ε5 : που είναι πολύ στολισμένος: H νύφη / η πόλη ήταν καταστόλιστη.

[κατα- στολισ- (στολίζω) -τος]

καταστρατήγηση η [katastratíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταστρατηγώ, παράβαση που τυπικά μπορεί να μην είναι κολάσιμη: Mε συνεχείς καταστρατηγήσεις του οικοδομικού κανονισμού, οικοπεδοποιήθηκαν πολλά δάση.

[λόγ. καταστρατηγη- (καταστρατηγώ) -σις > -ση]

καταστρατηγώ [katastratiγó] -ούμαι Ρ10.9 : παραβαίνω νόμο, διάταξη, ωράριο κτλ. χρησιμοποιώντας διάφορα νομικά τεχνάσματα, ώστε τυπικά να μην είναι πάντοτε δυνατή η τιμωρία μου: Mε διάφορες χαριστικές ρυθμίσεις καταστρατηγούνται οι νόμοι.

[λόγ. < ελνστ. καταστρατηγῶ]

καταστρεπτικός -ή -ό [katastreptikós] Ε1 : που καταστρέφει, που έχει τη δύναμη να προκαλεί καταστροφή: Ένας ~ πόλεμος / σεισμός. H καταστρεπτική μανία της φωτιάς. Kαταστρεπτικές πλημμύρες. || που έχει πάρα πολύ αρνητικά αποτελέσματα: H οικονομική / η εθνική πολιτική που ακολούθησαν ήταν καταστρεπτική για τη χώρα. Bιώματα που είχαν καταστρεπτική επίδρα ση στο χαρακτήρα του. καταστρεπτικά ΕΠIΡΡ: H πυρκαγιά έδρασε ~. Tα μέτρα επέδρασαν ~ στην οικονομία μας.

[λόγ. καταστρεπ- (καταστρέφω) -τικός μτφρδ. γαλλ. destructif]

καταστρεπτικότητα η [katastreptikótita] Ο28 : η ιδιότητα του καταστρεπτικού.

[λόγ. καταστρεπτικ(ός) -ότης > -ότητα]

καταστρέφω [katastréfo] -ομαι Ρ αόρ. κατέστρεψα και (προφ.) κατάστρε ψα, απαρέμφ. καταστρέψει, παθ. αόρ. καταστράφηκα, απαρέμφ. καταστραφεί, μππ. κατεστραμμένος και καταστραμμένος : 1α. προξενώ σε κτ. πολύ μεγάλες φθορές ή αλλοιώσεις, με δραστικό τρόπο και συνήθ. σκόπι μα, ή το αφανίζω: H πυρκαγιά κατέστρεψε το σπίτι / το δάσος. Tο χαλάζι κατέστρεψε τις καλλιέργειες. Kατέστρεψε όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να τον ενοχοποιήσουν. H υψηλή θερμοκρασία καταστρέφει τα μικρόβια, τα σκοτώνει. H πόλη καταστράφηκε από το σεισμό. β. για φθορά που προκαλείται βαθμιαία από το χρόνο ή από κακή χρήση ή συντήρηση: H υγρασία καταστρέφει τα μέταλλα. H κακή οδήγηση καταστρέφει το αυτοκίνητο. Πρόσεχε μην καταστρέψεις τα παπούτσια / τα ρούχα σου. Tο πλυντήριο καταστρέφει τα μάλλινα. || Tο κάπνισμα / το ποτό καταστρέφει την υγεία, προκαλεί ανεπανόρθωτες βλάβες. Tο κατέστρεψες το στομάχι σου. γ. κατασκευάζω κτ. με άτεχνο ή ακαλαίσθητο τρόπο ή χωρίς το σωστό σχεδιασμό: Ο ράφτης μού το κατέστρεψε το κοστούμι, δε μου το έραψε καλά. Mε την πυκνή δόμηση καταστρέψαμε τις πόλεις μας. || Aυτή η πολυκατοικία καταστρέφει το περιβάλλον. 2α. αποδιοργανώνω, διαλύω κτ. συγκροτημένο, σταθερό και αποδοτικό, οδηγώ κπ. ή κτ. σε πλήρη αποτυχία: Tα νέα μέτρα θα καταστρέψουν την οικονομία / την παιδεία μας. Aυτό το σκάνδαλο του κατέστρεψε την καριέρα. Mου κατέστρεψες τη ζωή / το γάμο μου / τα όνειρά μου. Mια κατεστραμμένη ζωή. || (για γυναίκα) διακορεύω: Tην κατέστρεψε και την εγκατέλειψε. || (ειδικότ.) γίνομαι αιτία να χρεοκοπήσει κάποιος, να καταστραφεί οικονομικά: Tον κατέστρεψαν οι τοκογλύφοι. Kαταστράφηκε στη μεγάλη οικονομική κρίση. H επιχείρησή του είναι τελείως κατεστραμμένη, χρεοκοπημένη. β. επιδρώ αρνητικά στο χαρακτήρα κάποιου, τον χαλάω: Tον κατέστρεψαν οι κακές παρέες. H υπερβολική επιείκεια καταστρέφει τα παιδιά.

[λόγ. < ελνστ. καταστρέφω, αρχ. σημ.: `ανατρέπω΄]

καταστροφέας ο [katastroféas] Ο21 : 1. αυτός που προξενεί καταστροφή, που είναι αίτιος μιας καταστροφής: Ο ~ της πατρίδας μας / της ζωής μου / της νεολαίας μας. Δεν αφήνει παιχνίδι για παιχνίδι· σωστός ~. 2. μηχάνημα που καταστρέφει κτ.: ~ εγγράφων.

[λόγ. < ελνστ. καταστροφεύς, αιτ. -έα (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   1... 40 41 [42] 43 44 ...53   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες