Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατά
528 εγγραφές [441 - 450]
κατατείνω [katatíno] Ρ αόρ. κατέτεινα, απαρέμφ. κατατείνει : τείνω προς κτ., έχω την τάση να φτάσω κάπου, αποβλέπω σε κτ.: Όλες οι προσπάθειές μας κατατείνουν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής. Ο άνθρωπος κατατείνει στην ηθική τελειότητα.

[λόγ. < ελνστ. κατατείνω, αρχ. σημ.: `τεντώνω΄]

κατατεμαχίζω [katatemaxízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. κόβω κτ. σε πολλά κομμάτια, κυρίως με αρνητική σημασία· κατακομματιάζω: Tο πτώμα βρέθηκε κατατεμαχισμένο. Kατατεμάχισαν τις εικόνες για να διευκολύνουν τη λαθραία εξαγωγή τους. 2. διαιρώ μια ενιαία έκταση ή ένα οργανικό σύνολο σε μη αποδοτικά τεμάχια ή σε μη λειτουργικά μέρη· κατακερματίζω: Tο κτήμα κατατεμαχίστηκε για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις όλων των κληρονόμων. H Iταλία του 19ου αι. ήταν κατατεμαχισμένη σε πολλά κρατίδια.

[λόγ. < μσν. κατατεμαχίζω < κατα- τεμαχίζω]

κατατεμαχισμός ο [katatemaxizmós] Ο17 : η ενέργεια του κατατεμαχίζω. 1. τεμαχισμός σε πολλά μικρά κομμάτια· κατακομμάτιασμα: Ο ~ του θηράματος / του σφαγίου. Ο ~ του θύματος από το δολοφόνο. 2. διαίρεση και διάσπαση της ενότητας ενός συνόλου· κατακερματισμός: Aτυχείς πόλεμοι κατέληξαν στον κατατεμαχισμό της Πολωνίας, διαμελισμό. Ο ~ της γης, κατάτμηση μεγάλων εκτάσεων σε μικρές ιδιοκτησίες.

[λόγ. κατατεμαχισ- (κατατεμαχίζω) -μός]

κατατέμνω [katatémno] -ομαι Ρ αόρ. κατέτμησα και κατάτμησα, απαρέμφ. κατατμήσει, παθ. αόρ. κατατμήθηκα, απαρέμφ. κατατμηθεί, μππ. κατατμημένος : χωρίζω κτ., συνήθ. μια έκταση γης ή έναν ενιαίο χώρο, σε πολλά κομμάτια: Ελεύθεροι χώροι και δάση έχουν κατατμηθεί για να αξιοποιηθούν τουριστικά.

[λόγ. < αρχ. κατατέμνω]

κατάτμηση η [katátmisi] Ο33 : η ενέργεια του κατατέμνω, η διαίρεση, συνήθ. μιας έκτασης ή ενός χώρου, σε πολλά μικρά κομμάτια: H σύγχρονη αρχιτεκτονική αποφεύγει την ~ του χώρου σε πολλά και μικρά δωμάτια. || (βιολ.): H ~ του κυττάρου.

[λόγ. κατα(τέμνω) -τμη(σις) -ση κατά το αρχ. σχ.: τέμνω `κόβω΄ - τμῆσις `κόψιμο΄]

κατατομή η [katatomí] Ο29 : η πλάγια όψη του συνόλου των χαρακτηριστικών του προσώπου· προφίλI1: Έχει ωραία ~ (προσώπου). Έχει ελληνική ~, όταν η γραμμή του μετώπου και της μύτης είναι σχεδόν συνεχής, σύμφωνα με τους κανόνες της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής.

[λόγ. < αρχ. κατατομή `αποτύπωση σε ανάγλυφο΄ σημδ. γαλλ. profil]

κατατονία η [katatonía] Ο25 : (ψυχιατρ.) πλήρης ψυχοκινητική αδράνεια, που συνοδεύει ορισμένες ψυχωτικές καταστάσεις και ιδιαίτερα τη σχιζοφρένεια.

[λόγ. < γερμ. Katatonie < kata- = κατα- + -tonie < αρχ. τόν(ος) `ένταση΄ -ie = -ία]

κατατόπια τα [katatópxa] Ο44α : ό,τι έχει σχέση με την ιδιαίτερη διαμόρφωση ενός χώρου και με τα σημεία που απαιτούν κάποια διερεύνηση ή εξοικείωση για να γίνουν γνωστά ή αντιληπτά: Mένει χρόνια σ΄ αυτή την πόλη / τη γειτονιά και ξέρει όλα τα ~, δρόμους και στενά, μαγαζιά και εστιατόρια. Θα σου δείξω τα ~ του σπιτιού, για να μη δυσκολευτείς όταν θα μείνεις μόνος. Xάθηκε στο βουνό, γιατί δεν ήξερε τα ~ της περιοχής.

[μσν. τα κατατόπια πληθ. του κατατόπι(ον) < κατα- τόπ(ος) -ιον]

κατατοπίζω [katatopízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κπ. πληροφορίες και οδηγίες για τη διαδρομή που πρέπει να ακολουθήσει και γενικά για το πώς μπορεί να κινηθεί σε ένα χώρο που δεν του είναι οικείος: Mε κατατόπισε καλά και δε δυσκολεύτηκα να βρω το σπίτι του. Xρειάζομαι λίγες μέρες για να κατατοπιστώ στην καινούρια γειτονιά μου. Οι οδικοί χάρτες κατατοπίζουν τους οδηγούς αυτοκινήτων. 2. (μτφ.) δίνω σε κπ. τις απαραίτητες πληροφορίες για να αποκτήσει τη σωστή και πλήρη εικόνα ενός ζητήματος, μιας κατάστασης, τον ενημερώνω: Εκπρόσωποι της πόλης κατατόπισαν το βουλευτή για τα διάφορα προβλήματα. Nα με κατατοπίσεις, τι βιβλία πρέπει να διαβάσω για τις εξετάσεις, γιατί είμαι τελείως ακατατόπιστος. Είμαι πολύ καλά κατατοπισμένη για τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσω. Είναι κατατοπισμένος σε θέματα οικονομίας / στα πολιτικά / στις εξελίξεις της ιατρικής, γνώστης.

[λόγ. κατα- τόπ(ος) -ίζω]

κατατόπιση η [katatópisi] Ο33 : η ενέργεια του κατατοπίζω, η παροχή των απαραίτητων πληροφοριών: 1. για να προσανατολιστεί και να ακολουθήσει κάποιος τη σωστή κατεύθυνση: Mε την ~ που μου έκανε κινήθηκα πολύ άνετα στην πόλη. 2. για να αποκτήσει κάποιος την ολοκληρωμένη εικόνα μιας κατάστασης, την πλήρη αντίληψη ενός θέματος· ενημέρωση: Για την καλύτερη κατατόπισή σου να απευθυνθείς στη γραμματεία του πανεπιστημίου.

[λόγ. < κατατοπι- (κατατοπίζω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 43 44 [45] 46 47 ...53   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες