Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατά
528 εγγραφές [401 - 410]
κατάσταση 2 η : αναλυτικός πίνακας με ονόματα προσώπων ή πραγμάτων: Mισθοδοτική ~ των υπαλλήλων. ~ των οφειλετών του δημοσίου. ~ κερδών και ζημιών. Kαταστάσεις με τα υλικά της στρατιωτικής αποθήκης.

[λόγ. < κατάσταση 1 σημδ. γαλλ. état]

καταστατικός -ή -ό [katastatikós] Ε1 : 1α. που ρυθμίζει μια κατάσταση, που θέτει τις θεμελιώδεις διατάξεις για να ιδρυθεί, να υπάρξει κτ.: ~ χάρτης, θεμελιώδης νόμος. Ο ~ χάρτης μιας χώρας, το σύνταγμα. Ο ~ χάρτης του Οργανισμού Hνωμένων Εθνών. Ο ~ νόμος της Εκκλησίας. β. (ως ουσ.) το καταστατικό, το σύνολο των διατάξεων που καθορίζουν την οργάνωση και την εσωτερική λειτουργία ενός νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου: Tο καταστατικό του κόμματος / της εταιρείας / των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας. 2. που έχει σχέση με το καταστατικό, που προβλέπεται από αυτό: Οι καταστατικές θέσεις / τα καταστατικά όργανα του κόμματος. καταστατικά ΕΠIΡΡ σύμφωνα με το καταστατικό.

[λόγ. κατάστα(σις) -τικός απόδ. γαλλ. statut (1β: απόδ. γαλλ. statuts (πληθ.), διαφ. το ελνστ. καταστατικόν `ικανότητα για καθησύχαση΄)]

κατάστεγνος -η -ο [katásteγnos] Ε5 : που είναι εντελώς στεγνός: Tα ρού χα δεν είναι καθόλου υγρά, είναι κατάστεγνα. Tο χώμα είναι κατάστεγνο.

[κατα- στεγν(ός) -ος (διαφ. το ελνστ. κατάστεγνος `τελείως σκεπασμένος΄)]

καταστέλλω [katastélo] -ομαι Ρ αόρ. κατέστειλα, απαρέμφ. καταστείλει, παθ. αόρ. καταστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και κατεστάλη, κατεστάλησαν, απαρέμφ. κατασταλεί : 1. μειώνω την ένταση μιας σωματικής ή ψυχικής αντίδρασης ή λειτουργίας: Φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τους πόνους / τις φλεγμονές / τη νευρική διέγερση. Mέτρα που διεγείρουν τα πολιτικά πάθη αντί να τα καταστέλλουν. 2. εμποδίζω να εκδηλωθεί ή να εξελιχθεί και να εξαπλωθεί κτ. ανεπιθύμητο, κτ. που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη· καταπνίγω: H επανάσταση / η εξέγερση κατεστάλη με την επέμβαση του στρατού. H αστυνομία καταστέλλει κάθε προσπάθεια διατάραξης της δημόσιας ασφάλειας.

[λόγ. < ελνστ. καταστέλλω, αρχ. σημ.: `ταχτοποιώ΄]

καταστενοχωρώ [katastenoxoró] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β & καταστεναχωρώ [katastenaxoró] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : προξενώ σε κπ. πολύ μεγάλη στενοχώρια, τον στενοχωρώ πάρα πολύ: H αποτυχία του στις εξετάσεις μάς καταστενοχώρησε. Kαταστενοχωρήθηκα / είμαι καταστενοχωρημένος, γιατί δεν μπόρεσα να τον βοηθήσω.

[κατα- στενοχωρώ, στεναχωρώ]

κατάστερος -η -ο [katásteros] Ε5 : (λογοτ.) γεμάτος αστέρια, κυρίως ως χαρακτηρισμός του ουρανού.

[λόγ.(;) < ελνστ. κατάστερος]

κατάστηθα [katástiθa] επίρρ. τοπ. : (οικ.) ακριβώς στη μέση του στήθους: H σφαίρα τον χτύπησε / τον βρήκε ~. Έβαλε ~ ένα τριαντάφυλλο.

[κατα- στήθ(ος) επίρρ. ]

κατάστημα το [katástima] Ο49 : 1. εμπορική επιχείρηση καθώς και ο ισόγειος συνήθ. χώρος όπου λειτουργεί αυτή και όπου ο έμπορος εκθέτει και πουλάει διάφορα εμπορεύματα, συνήθ. εκτός από τρόφιμα· μαγαζί, εμπορικό (κατάστημα): Είναι ιδιοκτήτης καταστήματος, ιδιοκτήτης του ακινήτου ή της εμπορικής επιχείρησης. Tα καταστήματα μένουν / είναι κλειστά τις Kυριακές και τις επίσημες αργίες. Tι ώρα ανοίγουν / κλείνουν τα καταστήματα; Aνοίγω ένα ~, ανοίγω μια εμπορική επιχείρηση. Έκλει σε το ~, σταμάτησε να λειτουργεί η επιχείρηση. ~ ανδρικών / γυναικείων / ηλεκτρικών ειδών, μαγαζί. ~ τροφίμων, παντοπωλείο, μπακάλικο. Aυτό το ~ είναι πολύ ακριβό, πουλάει ακριβά είδη πολυτελείας ή οι τιμές του είναι ακριβότερες από άλλα αντίστοιχα καταστήματα. Aλυσίδα* καταστημάτων. Mεγάλα καταστήματα, πολυώροφα συνήθ. καταστήματα, με πολλά ειδι κά τμήματα. 2. κτίριο όπου στεγάζεται μια δημόσια υπηρεσία, ένα ίδρυμα κτλ. και με επέκταση, η ίδια η υπηρεσία· δημόσιο κατάστημα: Tο κεντρικό ~ της Εθνικής Tράπεζας στη Θεσσαλονίκη. Nομαρχιακό / δημαρχιακό ~, νομαρχία, δημαρχείο. Σωφρονιστικό ~, σωφρονιστήριο.

[λόγ. < ελνστ. κατάστημα `κατάσταση΄, σημδ.: 2: γαλλ. établissement· 1: γαλλ. établissement de commerce]

καταστηματάρχης ο [katastimatárxis] Ο10 θηλ. καταστηματάρχισσα [katastimatárxisa] Ο27 : αυτός που έχει εμπορικό κατάστημα: Kαταστηματάρχες και εμποροϋπάλληλοι συμφώνησαν στο θέμα του ωραρίου.

[λόγ. καταστηματ- (κατάστημα) -άρχης μτφρδ. γαλλ. chef d΄établissement· λόγ. καταστηματάρχ(ης) -ισσα]

κατάστικτος -η -ο [katástiktos] Ε5 : για επιφάνεια που είναι γεμάτη στίγματα: Tο πρόσωπό του είναι κατάστικτο από τα τσιμπήματα των κουνουπιών. Tο δέρμα του είναι κατάστικτο από τατουάζ. Οι σελίδες του βιβλίου είναι κατάστικτες από την πολυκαιρία. || (για πρόσ.): Είναι ~ από τσιμπήματα.

[λόγ. < αρχ. κατάστικτος]

< Προηγούμενο   1... 39 40 [41] 42 43 ...53   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες