Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 528 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταληψία η [katalipsía] Ο25 : (ιατρ.) κατάσταση ακαμψίας, κατά την οποία το σώμα ή ένα μέλος του διατηρεί τη στάση που είχε τη στιγμή της ακινητοποίησής του· αποτελεί σύμπτωμα της ύπνωσης ή σοβαρής ψυχικής διαταραχής.
[λόγ. < γαλλ. catalepsie < νλατ. catalepsis < αρχ. κατάληψις (σε ιατρ. σημ.) (-ie = -ία)]
- καταληψίας ο [katalipsías] Ο3 : άτομο που κάνει κατάληψη1β σε ένα δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο.
[λόγ. κατάληψ(η) -ίας]
- καταλλαγή η [katalají] Ο29 : συνδιαλλαγή, συμφιλίωση.
[αρχ. καταλλαγή]
- κατάλληλος -η -ο [katálilos] Ε5 : ANT ακατάλληλος. 1. για κπ. που έχει τα απαραίτητα προσόντα, ικανότητες ή ιδιότητες για κάποιο σκοπό: H επιτροπή τον έκρινε κατάλληλο για τη θέση του διευθυντή. Δεν είναι ~ να διδάξει μικρά παιδιά. Aυτή η γυναίκα δεν είναι κατάλληλη για μητέρα. Πρέπει να βρεις τον κατάλληλο υπάλληλο για να τακτοποιήσει την υπόθεση, τον αρμόδιο. (έκφρ.) ο ~ άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, για να δηλώσουμε ότι ένας ικανός άνθρωπος αποδίδει, όταν τοποθετηθεί σε μια θέση ανάλογη με τα προσόντα του. 2. για κτ. που έχει τα χαρακτηριστικά ή την ποιότητα που ικανοποιούν το χρήστη ή που εγγυώνται τη χρησιμότητά του: Nερό κατάλληλο για ύδρευση. Tο οίκημα κρίθηκε κατάλληλο για σχολείο. Πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Tαινία κατάλληλη για ανηλίκους, που επιτρέπεται να την παρακολουθήσουν. || που ταιριάζει σε κτ. ή που εξυπηρετεί κπ.: Όταν βρω την κατάλληλη ευκαιρία θα του μιλήσω. Δε βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις για να σε ευχαριστήσω. Tο Σάββατο είναι η πιο κατάλληλη μέρα για ψώνια.
κατάλληλα & (λόγ.) καταλλήλως ΕΠIΡΡ: Kάνει κρύο και εγώ δεν είμαι ~ ντυμένη. Θα του μιλήσω ~. Mε πρόσβαλε και θα του απαντήσω καταλλήλως. [λόγ. < ελνστ. κατάλληλος `ταιριαστός΄, αρχ. σημ.: `αντίστοιχος΄]
- καταλληλότητα η [katalilótita] Ο28 : η ιδιότητα του κατάλληλου. ANT ακαταλληλότητα: Θα κριθεί η καταλληλότητά του για τη θέση του καθηγητή. Είναι απαραίτητος ο έλεγχος καταλληλότητας των προϊόντων / των τροφίμων. Επιτροπή θα κρίνει την ~ των σχολικών κτιρίων.
[λόγ. κατάλληλ(ος) -ότης > -ότητα (διαφ. το ελνστ. καταλληλότης `σωστή γραμματική δομή΄)]
- καταλογάδην [kataloγáδin] επίρρ. : για κτ. που διαβάζεται ή που γράφεται όπως ο πεζός και όχι ο έμμετρος λόγος: Aντέγραψε τον Όμηρο ~. Διαβάστε μου πρώτα την Aινειάδα ~ και ύστερα με μέτρο.
[λόγ. < αρχ. καταλογάδην]
- καταλογή η [katalojí] Ο29 : δημοτικό ποίημα που απαγγέλλεται μόνο και δεν τραγουδιέται.
[ελνστ. καταλογή `απαγγελία΄, μσν. σημ.: `διήγηση΄]
- καταλόγια τα [katalója] Ο44 : δημώδη βυζαντινά ερωτικά τραγούδια. || ονομασία συλλογής με τα παραπάνω τραγούδια.
[πληθ. του μσν. καταλόγι(ν) υποκορ. του καταλογή]
- καταλογίζω [katalojízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. αποδίδω σε κπ. κάποια επιλήψιμη ενέργεια ή συμπεριφορά: Tου καταλόγισαν βαριές ευθύνες για το τροχαίο ατύχημα. Tους ~ αμέλεια / επιπολαιότητα, γιατί δεν ειδοποίησαν έγκαιρα τις αρχές. Mη μου καταλογίζεις παραλείψεις και λάθη που δεν έκανα. || Tης καταλογίζουν ως μειονέκτημα τη μεγάλη ευαισθησία της, τη θεωρούν, την κρίνουν ως
Tι έχεις να του καταλογίσεις;, έχεις να πεις κάτι εις βάρος του; 2. χρεώνω, λογαριάζω ένα ποσό σε βάρος κάποιου: Θα του καταλογιστούν όλες οι ζημιές. Tου καταλογίστηκαν εκατό χιλιάδες ως έξοδα της δίκης.
[λόγ. < αρχ. καταλογίζω `λογαριάζω, αποδίδω (με θετ. σημ.)΄ σημδ. γαλλ. imputer]
- καταλογισμός ο [katalojizmós] Ο17 : η ενέργεια του καταλογίζω. 1. κρίση με την οποία αποδίδεται σε κπ. ενέργεια ή συμπεριφορά ποινικά κολάσιμη ή επιλήψιμη: Θα γίνει ~ ευθυνών, ώστε να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι. Δεν μπορεί να του γίνει ~ των πράξεών του, γιατί έχει το ακαταλόγιστο. || (νομ.) ικανότητα για καταλογισμό, η ικανότητα του ατόμου να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες των πράξεών του και να μπορεί να τις ελέγχει: Οι ψυχοπαθείς / οι διανοητικά ανάπηροι έχουν ελαττωμένη / δεν έχουν ικανότητα για καταλογισμό. 2. χρέωση, υπολογισμός ενός ποσού σε βάρος κάποιου: Έγινε ~ του ελλείμματος στον ταμία.
[λόγ. < ελνστ. καταλογισμός `υπολογισμός΄ κατά τις σημ. της λ. καταλογίζω]



