Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κασάτο το [kasáto] Ο39 & κασάτα η [kasáta] Ο25α : είδος παγωτού: Aγόρασα ένα ~. || (ως επίθ.): Aγόρασα ένα παγωτό ~.
[ιταλ. cassata (από τα αραβ.) και μεταπλ. σε ουδ. κατά το παγωτό]



