Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καρτερεύω [karterévo] -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ.) υπομένω.
[καρτερ(ώ) -εύω μεταπλ. για διάκριση από το καρτερώ που είχε αλλάξει σημ.]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[καρτερ(ώ) -εύω μεταπλ. για διάκριση από το καρτερώ που είχε αλλάξει σημ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |