Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρμπολάχανο
1 εγγραφή
καρμπολάχανο το [karboláxano] Ο41 : είδος λάχανου· κραμβολάχανο.

[μσν. καρμπολάχανο < *κραμπολάχανο (δες λ.) με μετάθ. του [r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες