Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρατερίστας
1 εγγραφή
καρατερίστας ο [karaterístas] Ο3 θηλ. καρατερίστα [karaterísta] Ο25 : ηθοποιός που ενσαρκώνει χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων, με τρόπο παραστατικό και ρεαλιστικό.

[ιταλ. caratterista -ς· καρατερ(ίστας) -ίστα ή απευθείας ιταλ. caratterista (θηλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες