Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καπετάν ο [kapetán] Ο (άκλ.) : προτακτικό του ονόματος ναυτικού ή αρχηγού ένοπλης ομάδας ατάκτων, συντετμημένος τύπος της λέξης καπετάνιος: Ο ~ Nικόλας / Άγρας. (σε προσφών.) ~ Kωσταντή!, καπετάνιε! (έκφρ.) ~ φασαρίας*. ~ ένας, χαρακτηρισμός πολύ αυταρχικού ανθρώπου. || προτακτικό ουσιαστικών που δήλωναν αξίωμα, τίτλο κτλ. στην οθωμανική αυτοκρατορία: ~ μπέης, υποναύαρχος. ~ πασάς, ναύαρχος.
[< καπετάνος < μσν. καπιτάνος, καπετάνος < ιταλ. capitano -ς με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως α' συνθ. (σύγκρ. Aϊ-)]
- καπετανάτο το [kapetanáto] Ο39 : 1. στην Tουρκοκρατία: α. περιοχή που βρισκόταν στη δικαιοδοσία ενός καπετάνιου. β. η εξουσία, η αρχή του καπετάνιου. || (επέκτ., πληθ.) το σύνολο των καπετάνιων. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ομάδας ανθρώπων, που λειτουργεί σαν κλίκα για την επιβολή των απόψεών της και των προσωπικών συμφερόντων της.
[καπετάν(ος δες στο καπετάν) -άτο]
- καπετάνιος ο [kapetános] Ο18, Ο18α πληθ. και καπεταναίοι θηλ. καπετάνισσα [kapetánisa] Ο27 : 1. αρχηγός ένοπλου σώματος· (πρβ. οπλαρχηγός): Οι καπεταναίοι του ΄21. Ήταν ~ στο μακεδονικό αγώνα. Οι καπετάνιοι του ΕΛAΣ. 2α. κυβερνήτης πλοίου· πλοίαρχος: Είναι πρώτος / δεύτερος / τρίτος ~ στο εμπορικό ναυτικό. ΠAΡ Ο καλός ο ~ στη φουρτούνα φαίνεται, η ικανότητα, η αξία κάποιου αποδεικνύεται στις δύσκολες περιστάσεις. β. (θηλ.) β1. γυναίκα καπετάνιου, συνήθ. του ναυτικού. β2. γυναίκα καπετάνιος: H καπετάνισσα Mπουμπουλίνα. 3. (οικ.) ως προσφώνηση σε αρχηγό ή σε επικεφαλής ομάδας που ασχολείται με κάποιο έργο.
[μσν. καπετάνιος < βεν. capetanio -ς < υστλατ. capitaneus `ο επικεφαλής΄ < λατ. caput `κεφάλι΄· καπετάν(ιος) -ισσα]
- καπετανλίκι το [kapetanlíki] Ο44α : (λαϊκότρ.) καπετανάτο.
[καπετάν(ος δες στο καπετάν) -λίκι (πρβ. μσν. καπετανίκι < καπετάν(ος) -ίκι)]



