Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 106 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κανναβένιος -α -ο [kanavénos] Ε4 : καννάβινος.
[καννάβ(ι) -ένιος]
- κάνναβη η [kánavi] Ο33 : γένος αγγειόσπερμων, δικοτυλήδονων, μονοετών φυτών. α. ινδική ~, το φυτό από το οποίο παράγεται το χασίς. β. ~ η ήμερη, καννάβι.
[λόγ. < αρχ. κάνναβ(ις) -η]
- καννάβι το [kanávi] Ο44 : 1. ποικιλία του φυτού κάνναβη. 2. κλωστική ίνα πολύ ανθεκτική, που προέρχεται από τους βλαστούς του παραπάνω φυτού. || ίνες που χρησιμεύουν για τη στεγανοποίηση των συνδέσεων μεταλλικών σωλήνων.
[μσν. καννάβι(ν) < ελνστ. καννάβιον υποκορ. του αρχ. κάνναβις]
- καννάβινος -η -ο [kanávinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από ίνες κάνναβης· κανναβίσιος: Kαννάβινο σκοινί.
[λόγ. < ελνστ. καννάβινος]
- κανναβίσιος -α -ο [kanavísxos] Ε4 : που είναι κατασκευασμένος από ίνες κάνναβης· καννάβινος.
[καννάβ(ι) -ίσιος]
- κανναβόπανο το [kanavópano] Ο41 : κανναβάτσο.
[καννάβ(ι) -ο- + παν(ί) -ο]
- κάνναβος ο [kánavos] Ο19 : (αρχιτ.) χωρισμός μιας επιφάνειας για σχεδίαση, σε κανονικά τετράγωνα.
[λόγ. < ελνστ. κάνναβος, κάναβος, αρχ. σημ.: `σκίτσο ανθρώπινου σώματος΄]
- κανναβούρι το [kanavúri] Ο44 : ο σπόρος του φυτού κάνναβη, που χρησιμοποιείται ως τροφή ωδικών πτηνών που ζουν σε κλουβί. || (λαϊκ.) χασίς.
[μσν. κανναβούριν < αρχ. κάνναβ(ις) -ούρι(ον)]
- κανναβουριά η [kanavurjá] Ο24 : (λαϊκ.) το φυτό ινδική κάνναβη.
[κανναβούρ(ι) -ιά]
- κάννη η [káni] Ο30 : χαλύβδινος σωλήνας πυροβόλου όπλου, μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα: Kαραμπίνα με μία ~ / με δύο κάννες, μονόκαννη / δίκαννη. Πυροβόλο με δύο / με τέσσερις κάννες. Όπλο με μακριά / κοντή ~. Πρότεινε την ~ του όπλου στον αντίπαλό του. Tου ακούμπησε την κρύα ~ στον κρόταφο.
[λόγ. < ελνστ. κάννη, κάννα `καλάμι΄, αρχ. σημ.: `ψάθα΄ (σημιτ. προέλ.) σημδ. ιταλ. canna (< λατ. canna < ελνστ. κάννα)]



