Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κανονίζω [kanonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. ενεργώ έτσι ώστε να γίνει κτ. σωστά ή να εξελιχθεί ομαλά, σύμφωνα με τις επιδιώξεις μου· ρυθμίζω2, τακτοποιώ: Πρέπει να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες του ταξιδιού. Tο θέμα του διορισμού του δεν κανονίστηκε ακόμη. Οι διαφορές μας κανονίστηκαν, διευθετήθηκαν. Όλα είναι κανονισμένα. || Tα φανάρια κανονίζουν την κυκλοφορία, ρυθμίζουν. β. προγραμματίζω, σχεδιάζω να κάνω κτ., σε συνεννόηση με κπ. άλλον: Tι κανονίσατε για το καλοκαίρι; Kανονίσαμε να πάμε διακοπές. Kανόνισα να έρθει η μοδίστρα στο σπίτι. γ. προσδιορίζω την εξέλιξη μιας κατάστασης, αποφασίζω για κτ.: Δεν μπορείς να κανονίζεις εσύ τη δική μου ζωή. Ποιος κανονίζει εδώ μέσα;, ποιος είναι υπεύθυνος, ποιος διευθύνει. (έκφρ.) κανόνισε τη θέση σου / την πορεία σου, συμβουλευτικά ή απειλητικά. 2. ρυθμίζω1. α. δίνω σε κτ. τον επιθυμητό ρυθμό ή την επιθυμητή διάρκεια: ~ το βήμα μου σύμφωνα με το δικό σου. Πρέπει να κανονίσεις τις ώρες του ύπνου και του φαγητού και να βάλεις μια τάξη στη ζωή σου. β. τοποθετώ ένα μηχανισμό σε μια ορισμένη βαθμίδα, για να αποδώσει το επιθυμητό αποτέλεσμα: ~ το φούρνο στους 200Γ. Θα ~ το ρολόι να χτυπήσει στις οκτώ. ~ την ένταση του ραδιοφώνου. 3α. (οικ.) τιμωρώ κπ. για να τον συνετίσω, κυρίως όταν απευθύνομαι ή αναφέρομαι σε κπ. με απειλητική διάθεση· συγυρίζωII: Έννοια σου και θα σε κανονίσω εγώ, όπως σου αξίζει. β. (χυδ.) επιβάλλω σε μια γυναίκα τη σεξουαλική πράξη.
[αρχ. κανονίζω (2: λόγ. σημδ. γαλλ. régler· 3α: μσν. σημ. κατά το κανόνας 4)]



