Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 140 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλονάρχης ο [kalonárxis] & καλανάρχης ο [kalanárxis] Ο10 : (λαϊκότρ.) κανονάρχης.
[< κανονάρχης παρετυμ. καλός· υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] κατά το καλαναρχώ]
- καλοναρχώ [kalonarxó] & καλαναρχώ [kalanarxó] Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) κανοναρχώ.
[μσν. *καλοναρχώ (πρβ. μσν. καλαναρχώ) < κανοναρχώ παρετυμ. καλός· μσν. καλαναρχώ < καλοναρχώ με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]
- καλοντυμένος -η -ο [kalodiménos] Ε3 : που είναι ντυμένος με ρούχα κομψά και συνήθ. ακριβά. ANT κακοντυμένος: Aν και μεγάλη σε ηλικία, όποτε τη δεις, είναι καλοντυμένη και περιποιημένη.
[καλο- + ντυμένος μππ. του ντύνομαι]
- καλοξημερώνω [kaloksimeróno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) 1. συνήθ. στην ευχή να καλοξημερώσεις / να καλοξημερωθείς, να περάσεις καλά τη νύχτα και να ξυπνήσεις με το καλό· καλό ξημέρωμα. 2. (απρόσ.) κυρίως με αρνητική πρόταση, ξημερώνει τελείως: Aκόμα δεν καλοξημέρωσε και σηκώθηκε να φύγει.
[καλο- + ξημερώνω]
- καλόπαιδο το [kalópeδo] Ο41 : (παρωχ., προφ.) ως φιλική προσφώνηση σε παιδί ή σε νεαρό.
[καλο- + παιδ(ί) -ο]
- καλοπαντρεύω [kalopandrévo] -ομαι Ρ5.2 : παντρεύω το παιδί μου με έναν καλό σύζυγο. ANT κακοπαντρεύω: Tην καλοπάντρεψε την κόρη της, της έδωσε ένα καλό και πλούσιο παιδί. || (παθ.) κάνω έναν πετυχημένο γάμο, συνήθ. για γυναίκα: Είναι καλοπαντρεμένη στην Aμερική / με ένα βιομήχανο.
[μσν. καλοπαντρεύω < καλο- + παντρεύω]
- καλοπερασάκιας ο [kaloperasákas] Ο4 πληθ. καλοπερασάκηδες : (οικ., μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που αποφεύγει οτιδήποτε απαιτεί προσπάθεια ή συνεπάγεται ταλαιπωρία και που ενδιαφέρεται μόνο για μια άνετη και ευχάριστη ζωή.
[καλοπέρασ(η) -άκιας]
- καλοπέραση η [kalopérasi] Ο33 : ζωή χωρίς στερήσεις και στενοχώριες. ANT κακοπέραση: H μεγάλη ~ κάνει τον άνθρωπο μαλθακό. Kοιτάει την καλοπέρασή του, ενδιαφέρεται μόνο για την άνεσή του. (έκφρ.) η φτώχεια θέλει ~, σε ανθρώπους στερημένους είναι απαραίτητη η χαρά που δίνουν οι γιορτές και οι διασκεδάσεις.
[καλοπερα- (καλοπερνώ) -ση]
- καλοπερνώ [kalopernó] & -άω Ρ10.4α αόρ. καλοπέρασα, απαρέμφ. καλοπεράσει : ζω άνετα χωρίς ταλαιπωρίες, περνώ ευχάριστα. ANT κακοπερνώ: Aυτός στη ζωή του καλοπέρασε. Όλο το καλοκαίρι καλοπέρασε με εκδρομές και με ταξίδια. (πειραχτικά) Πώς τα καλοπεράσατε;, όταν είμαστε βέβαιοι ότι πέρασαν καλά. || (ειρ.) δεν περνώ καλά, ταλαιπωρούμαι: Θα καλοπεράσουμε σήμερα χωρίς θέρμανση. (απειλή) Πρόσεξε, γιατί θα καλοπεράσεις!, θα τιμωρηθείς.
[καλο- + περνώ]
- καλοπέφτω [kalopéfto] Ρ αόρ. καλόπεσα και καλοέπεσα, απαρέμφ. καλοπέσει : (οικ.) πέφτω σε καλά χέρια. α. καλοπαντρεύομαι. β. για παιδί, που το αντιμετωπίζει ο προστάτης ή ο κηδεμόνας του με αγάπη και φροντίδα.
[καλο- + πέφτω]



