Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλό
140 εγγραφές [61 - 70]
καλοκοιτάζω [kalokitázo] -ομαι Ρ2.2 & καλοκοιτώ [kalokitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 (μόνο στο ενεστ. θ.) : (οικ.) 1. παρατηρώ κτ. με πολλή προσοχή, συνήθ. σε αρνητική πρόταση. 2. δείχνω ενδιαφέρον για κπ., συνήθ. ερωτικό.

[μσν. καλοκοιτάζω < καλο- + κοιτάζω· μεταπλ. κατά το κοιτάζω > κοιτώ]

καλοκυρά η [kalokirá] Ο23 : (λαϊκότρ.) χαρακτηρισμός νεράιδας.

[καλο- + κυρά]

καλολογία η [kalolojía] Ο25 : η αισθητική του λόγου, η σπουδή του αισθητικά καλού στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο.

[λόγ. καλο- + -λογία (διαφ. το μσν. καλολογία `καλή ομιλία΄)]

καλολογικός -ή -ό [kalolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην καλολογία: Tα καλολογικά στοιχεία ενός ποιήματος / πεζογραφήματος. καλολογικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. καλολογ(ία) -ικός]

καλομαγειρεμένος -η -ο [kalomajireménos] Ε3 : για φαγητό που έχει μαγειρευτεί με επιτυχία. ANT κακομαγειρεμένος.

[καλο- + μαγειρεμένος μππ. του μαγειρεύω]

καλομαθαίνω [kalomaθéno] Ρ αόρ. καλόμαθα και καλοέμαθα, απαρέμφ. καλομάθει, μππ. καλομαθημένος : 1. συνηθίζω κπ. σε έναν άνετο τρόπο ζωής, τον απαλλάσσω από δυσκολίες και υλικές ή ηθικές στερήσεις. || συνηθίζω σε μια ζωή άνετη και ευχάριστη. || (επέκτ., ειρ.) κακομαθαίνω κπ. ή κακοσυνηθίζω εγώ ο ίδιος, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολη η προσαρμογή σε δύσκολες καταστάσεις: Πολύ σε καλόμαθαν οι γονείς σου! Είναι πολύ καλομαθημένος, τα θέλει όλα στο χέρι. ΠAΡ Kαλόμαθε η γριά στα σύκα…, για κπ. που συνήθισε σε κτ. εύκολο και ευχάριστο και αρνείται να το στερηθεί. 2. (μππ.) που έχει καλή αγωγή. ANT κακομαθημένος. 3. (προφ.) μαθαίνω καλά κτ.

[καλο- + μαθαίνω]

καλομελετώ [kalomeletó] & -άω Ρ10.1α μππ. καλομελετημένος : ANT κακομελετώ. 1. λέω ή σκέφτομαι ότι κτ. θα γίνει όπως το επιθυμώ και με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, βοηθώ στην πραγματοποίηση της επιθυμίας μου. (έκφρ.) καλομελέτα κι έρχεται, όταν αντιμετωπίζει κάποιος κτ. αισιόδοξα, δημιουργεί το κατάλληλο κλίμα για αίσια έκβαση. 2. (κυρ. στη μππ.) μελετώ κτ. καλά, το μαθαίνω καλά ή το σχεδιάζω με γνώση και με προσοχή: Kαλομελετημένο σχέδιο / πρόγραμμα.

[καλο- + μελετώ]

καλομιλώ [kalomiló] & -άω Ρ10.1α : μιλώ σε κπ. με ευγενικό και ήρεμο τρόπο. ANT κακομιλώ.

[μσν. *καλομιλώ (πρβ. μσν. καλομίλητος) < καλο- + μιλώ]

καλομοίρης -α -ικο [kalomíris] Ε9 : που είναι καλότυχος. ANT κακομοίρης.

[καλο- + μοίρ(α) -ης]

καλονάρχημα το [kalonárxima] & καλανάρχημα το [kalanárxima] Ο49 : (λαϊκότρ.) κανονάρχημα.

[καλοναρχη- (καλοναρχώ), καλαναρχη- (καλαναρχώ) -μα]

< Προηγούμενο   1... 5 6 [7] 8 9 ...14   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες