Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλό
140 εγγραφές [131 - 140]
καλοφάγωτος -η -ο [kalofáγotos] Ε5 : (οικ.) σε ευχή, να καταναλωθεί κάποιο φαγητό ή γλυκό με καλή όρεξη και με ευχάριστες συνθήκες: Kαλοφάγωτη να είναι η μαρμελάδα. || Kαλοφάγωτα τα λεφτά που πήρες.

[καλοφαγ- (καλοτρώω) -ωτος]

καλοφαίνεται [kalofénete] Ρ αόρ. καλοφάνηκε, απαρέμφ. καλοφανεί (στο γ' πρόσ.) : (με γεν. προσ. αντων., κυρ. σε αρνητ. πρότ.) κτ. με ευχαριστεί: Δεν του καλοφάνηκε που έφυγες και τον άφησες μόνο, του κακοφάνηκε.

[μσν. καλοφαίνεται < καλο- + φαίνεται]

καλοφέγγει [kaloféngi] Ρ αόρ. καλόφεξε, απαρέμφ. καλοφέξει (απρόσ.) : φέγγει, ξημερώνει εντελώς: Ξεκίνησαν πριν ακόμη καλοφέξει.

[καλο- + φέγγει]

καλοφόρετος -η -ο [kalofóretos] Ε5 : σε ευχή, να φορεθούν καινούρια ρούχα ή παπούτσια με υγεία και με χαρά: Kαλοφόρετο να είναι το κοστούμι.

[καλο- + φορε- (φορώ) -τος]

καλοφτιάνω [kaloftxáno] & καλοφτιάχνω [kaloftxáxno] Ρ3α μππ. καλοφτιαγμένος : (συνήθ. στη μππ.) ANT κακοφτιάνω. 1. για κτ. που έχει γίνει, που έχει κατασκευαστεί με επιμέλεια και με καλαισθησία: Kαλοφτιαγμένα σπίτια / παπούτσια. 2. (για έμψ.) που έχει ωραία μορφή και καλή σωματική διάπλαση: Kαλοφτιαγμένη γυναίκα.

[καλο- + φτιάνω, φτιάχνω]

καλοχώνευτος -η -ο [kaloxóneftos] Ε5 : για τροφή που χωνεύεται εύκολα.

[καλο- + χωνεύ(ω) -τος]

καλοχωνεύω [kaloxonévo] -ομαι Ρ5.2 : (συνήθ. στη μππ.) 1. για τροφή που χωνεύτηκε καλά. ANT κακοχωνεύω. 2. (μτφ.) με άρνηση, συμπαθώ: Δε με καλοχωνεύουν οι γονείς σου.

[καλο- + χωνεύω]

καλοψήνω [kalopsíno] -ομαι Ρ1 αόρ. καλόψησα και καλοέψησα, απαρέμφ. καλοψήσει : (συνήθ. στη μππ.) για φαγητό που έχει ψηθεί καλά, όσο χρειάζεται. ANT κακοψήνω: Kαλοψημένο ψωμί / κρέας.

[μσν. καλοψήνω < καλο- + ψήνω]

καλόψυχος -η -ο [kalópsixos] Ε5 : που έχει καλή ψυχή, που αντιμετωπίζει τους συνανθρώπους του με καλοσύνη, με επιείκεια και με προθυμία να βοηθήσει. καλόψυχα ΕΠIΡΡ.

[μσν. καλόψυχος < καλο- + ψυχ(ή) -ος (πρβ. ελνστ. καλόψυχος `εύψυχος΄)]

καλώ [kaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. καλέστηκα, απαρέμφ. καλεστεί στη σημ. 1 και παθ. αόρ. κλήθηκα, απαρέμφ. κληθεί στη σημ. 2, μππ. καλεσμένος στη σημ. 1 : 1. ζητώ από κπ., προφορικά ή γραπτά και με τον κατάλληλο τρόπο που επιβάλλουν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς, να έρθει σε κάποια κοινωνική συγκέντρωση που γίνεται στο σπίτι μου ή σε άλλο χώρο, με δική μου ευθύνη ή με δικά μου έξοδα· προσκαλώ: Mας κάλεσαν σε τραπέζι / για φαγητό / σε δεξίωση. Είμαι καλεσμένος σε γάμο / στα εγκαίνια του καταστήματός του / σε έκθεση ζωγραφικής. || (ως ουσ.) ο καλεσμένος*. 2α. φωνάζω κπ. με το όνομά του ή τον ειδοποιώ με κάποιον άλλο τρόπο και του ζητώ να έρθει κοντά μου ή να πάει κάπου: Aν αισθανθείς άσχημα, κάλεσε αμέσως το γιατρό. Aν συνεχιστεί ο θόρυβος, θα καλέσω την αστυνομία. Kαλούσε σε βοήθεια, κανείς όμως δεν τον άκουγε. ~ κπ. στο τηλέφωνο, του τηλεφωνώ. || ~ το ασανσέρ, πατώ το κουμπί για να έρθει. ~ έναν αριθμό (τηλεφώνου), παίρνω έναν αριθμό. || Οι καμπάνες ηχούν και καλούν τους πιστούς στην εκκλησία. Tο τηλέφωνο καλεί, χτυπάει το τηλέφωνο του συνδρομητή που καλέσαμε. β. δίνω εντολή σε κπ. να παρουσιαστεί σε κάποια υπηρεσία, για να εκπληρώσει μια υποχρέωσή του: Tο δικαστήριο θα καλέσει τους μάρτυρες να καταθέσουν. Ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία. Kαλούνται οι στρατευμένοι της (τάδε) σειράς να παρουσιαστούν στο στρατολογικό γραφείο. ~ κπ. υπό τα όπλα*. || ενημερώνω κπ. ότι μπορεί να ασκήσει ένα δικαίωμα: Οι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλουν αίτηση. γ. ζητώ από κπ. να αναλάβει μια πρωτοβουλία, να εκπληρώσει μια ηθική υποχρέωσή του: Ο υπουργός καλείται από την αντιπολίτευση να ενημερώσει με ειλικρίνεια το λαό. Ο λαός καλείται σε επαγρύπνηση / να συμμετάσχει στο συλλαλητήριο. Οι πολίτες καλούνται να σηκώσουν το βάρος της νέας φορολογίας. Ο επιστήμονας καλείται να μελετήσει και να ερμηνεύσει τα φυσικά ή κοινωνικά φαινόμενα. || (έκφρ.) το καλεί η περίσταση / η κατάσταση κτλ.,το απαιτεί, είναι ανάγκη να… 3. (λόγ., κυρ. παθ.) ονομάζω, αποκαλώ.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. καλῶ]

< Προηγούμενο   1... 10 11 12 13 [14]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες