Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλιαρν
1 εγγραφή
καλιαρντά τα [kalardá] Ο38 : η γλώσσα των παθητικών ομοφυλοφίλων.

[τσιγγ. caliarda `μαύρος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες