Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλβινισμός
1 εγγραφή
καλβινισμός ο [kalvinizmós] Ο17 : η διδασκαλία του θρησκευτικού μεταρρυθμιστή Iωάννη Kαλβίνου.

[λόγ. < γαλλ. calvinisme < ανθρωπων. (Jean) Calvin (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες