Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακόβουλος -η -ο [kakóvulos] Ε5 : που αποβλέπει στην ηθική ή υλική βλάβη κάποιου: Kακόβουλες ενέργειες / διαδόσεις. Kακόβουλα σχόλια. || (ως ουσ.) ο κακόβουλος, κακόβουλος άνθρωπος: Aυτά τα διαδίδουν κάποιοι κακόβουλοι.
κακόβουλα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. κακόβουλος]