Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κακουργοδικείο
1 εγγραφή
κακουργιοδικείο το [kakurjioδikío] & κακουργοδικείο το [kakurγoδikío] Ο39 : δικαστήριο που δικάζει κακουργήματα: Mεικτό ~, που αποτελείται από τακτικούς δικαστές και από ενόρκους.

[λόγ. κακουργί(α), κακούργ(ος) -ο- + -δικείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες