Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθ
145 εγγραφές [31 - 40]
καθαρότητα η [kaθarótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα: α. του καθαρούI1β, που δεν περιέχει ουσίες ή στοιχεία ξένα ή περιττά: H ~ του κρυστάλλου, διαφάνεια. H ~ του νερού, διαύγεια. (για κράμα μετάλλου) Bαθμός καθαρότητας / ~, η αναλογία της περιεκτικότητάς του σε πολύτιμο μέταλλο. || (μτφ.): Έγιναν αγώνες για να διατηρηθεί η ~ της ελληνικής γλώσσας, απουσία ξένων γλωσσικών στοιχείων. β. του καθαρούI1γ, η ευκρίνεια: H ~ της εικόνας / του ήχου. 2. (μτφ.) η ιδιότητα: α. του καθαρούII1α, που χαρακτηρίζεται από εντιμότητα, αγνότητα: H ~ των προθέσεων / της καρδιάς. β. του καθαρούIIβ: Iδεολογική / επαναστατική ~. γ. του καθαρούII5, που τον χαρακτηρίζει η λιτότητα, η αισθητική αρτιότητα: H ~ των γραμμών του Παρθενώνα.

[λόγ. < αρχ. καθαρότης, αιτ. -ότητα]

κάθαρση η [káθarsi] Ο33 : 1α. ψυχικός και ηθικός εξαγνισμός: H τιμωρία του πατροκτόνου έφερε την ~ στο οικογενειακό δράμα. || κατά τον Aριστοτέλη, τα συναισθήματα οίκτου και φόβου που προκαλούνται στους θεατές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας από τα παθήματα των ηρώων και από το τραγικό τέλος τους. β. (ψυχαν.) θεραπευτική διαδικασία, κατά την οποία επανέρχονται στη συνείδηση του ατόμου επώδυνες εμπειρίες, που η απώθησή τους προκαλούσε διάφορες ψυχικές διαταραχές. 2. η απομάκρυνση από μια υπηρεσία, μια οργάνωση κτλ. ατόμων που είναι ή που θεωρούνται ανήθικα ή επικίνδυνα: Mετά την πτώση της δικτατορίας έγινε ~ στο στρατό / στον κρατικό μηχανισμό. 3. Yγειονομική ~, η απομόνωση και ο έλεγχος για ορισμένο χρονικό διάστημα ανθρώπων, ζώων ή εμπορευμάτων, που προέρχονται από περιοχές όπου υπάρχει κάποια επιδημία· καραντίνα.

[λόγ.: 1α: αρχ. κάθαρ(σις) -ση· 1β: σημδ. γερμ. Katharsis ή γαλλ. catharsis (στη νέα σημ.) < αρχ. κάθαρσις· 2: σημδ. γαλλ. épuration· 3: σύντμ. της λόγ. λ. λοιμοκάθαρσις (σύγκρ. λοιμοκαθαρτήριο)]

καθάρσιο το [kaθársio] Ο41 : φάρμακο, με γεύση συνήθ. πολύ δυσάρεστη, που καθαρίζει τον εντερικό σωλήνα με τις πολλές και υδαρείς κενώσεις που προκαλεί· καθαρτικό. || όταν κάποιος πίνει κτ. με έντονη δυσαρέσκεια: Πιες το, δεν είναι ~. Πίνει το γάλα σαν να είναι ~.

[λόγ. < ελνστ. καθάρσιον, αρχ. σημ.: `κτ. που εξαγνίζει΄]

καθαρτήριος -α -ο [kaθartírios] Ε6 : 1. που γίνεται ή που χρησιμεύει για εξαγνισμό: Kαθαρτήρια θυσία. Kαθαρτήριες τελετές. Kαθαρτήριο πυρ. 2. (ως ουσ.) το καθαρτήριο, σύμφωνα με τη ρωμαιοκαθολική εκκλησία, ο τόπος όπου οι ψυχές των αμαρτωλών περνούν από τη δοκιμασία της κάθαρσης και εξαγνίζονται για να γίνουν δεκτές στον παράδεισο· πουργκατόριο.

[λόγ.: 1: ελνστ. καθαρτήριος· 2: σημδ. ιταλ. purgatorio]

καθαρτικός -ή -ό [kaθartikós] Ε1 : 1. που έχει την ιδιότητα να καθαρίζει, να απολυμαίνει: Ουσίες με καθαρτική δράση. Kαθαρτικό φάρμακο και συνήθ. ως ουσ. το καθαρτικό, φάρμακο για τη γρήγορη και πλήρη κένωση του εντερικού σωλήνα· καθάρσιο. 2. καθαρτήριος: ~ ραντισμός.

[λόγ. < αρχ. καθαρτικός, ελνστ. τό καθαρτικόν]

καθαυτό [kaθaftó] επίρρ. : επιτείνει, τονίζει την ύπαρξη των χαρακτηριστικών του ονοματικού συνόλου που προσδιορίζει και ισοδυναμεί με το επίθετο γνήσιος, καθαρός, ανόθευτος: Εκφράζει την ~ ροκ μουσική, καθεαυτού. Οι προτάσεις τους εντάσσονται στην ~ μορφωτική προσπάθεια, στην καθαρά μορφωτική προσπάθεια.

[λόγ. < αρχ. φρ. καθ΄ αὑτό]

καθαυτόν -ήν / -ή -ό [kaθaftón] αντων. οριστ. : στην έκφραση αυτός ~, για κτ. που το αντιμετωπίζουμε μεμονωμένα· αυτός ο ίδιος: Ο συλλογισμός αυτός ~ είναι σωστός. H εκδήλωση αυτή καθαυτή / καθαυτήν δεν είχε ενδιαφέρον, όμως συνάντησα σημαντικούς ανθρώπους. H πορεία της συζήτησης αυτής καθαυτήν εξελίχθηκε ομαλά.

[λόγ. εν. < αρχ. φρ. αὑτοί καθ΄ αὑτούς]

κάθε [káθe] αντων. αόρ. (άκλ.) : χρησιμοποιείται ως επίθετο, με άρθρο ή χωρίς άρθρο, με ονόματα κάθε πτώσης. I1. αποδίδει έναν αόριστο προσδιορισμό που ισχύει γενικά, καθολικά, στο καθένα μέρος του συνόλου χωριστά: ~ μαθητής και μαθήτρια χωριστά πρέπει να προσπαθήσει, ένας ένας, μία μία χωριστά. H μοίρα ~ τίμιου βιοπαλαιστή, όλων των τίμιων. ~ σπίτι είχε και την αυλή του, όλα τα σπίτια. ~ άνθρωπος έχει τις δικές του έγνοιες. ~ λιμάνι και καημός. ~ σχολείο. 2. για επανάληψη σε τακτά διαστήματα (χρονικά ή τοπικά): ~ χρόνο / μήνα / μέρα. ~ φορά. (έκφρ.) ~ τόσο*. ~ λίγο* (και λιγάκι). ~ τρεις και λίγο*. σε ~ περίπτωση*. (γνωμ.) ~ πέρσι και καλύτερα*, ~ φέτος και χειρότερα. || συχνά με απόλυτο αριθμητικό· ανά: Θα το παίρνεις ~ έξι ώρες, ανά έξι ώρες, ανά εξάωρο. ~ ώρα / λεπτό, ανά ώρα / ανά λεπτό. ~ δύο / τρία χρόνια. ~ πέντε μέτρα, ανά πέντε μέτρα. 3. συχνά, κυρίως σε αρνητική πρόταση, με τη σημασία οποιοσδήποτε, όποιος να ΄ναι: Δεν το βρίσκεις εύκολα σε ~ φαρμακείο. ΦΡ ~ καρυδιάς* καρύδι. ~ κατεργάρης* στον πάγκο του. 4. ~ άλλο παρά…, για έντονη αντίρρηση προς αυτό που εκφράζει η λέξη ή η πρόταση που ακολουθεί: ~ άλλο παρά όμορφη ήταν, δεν ήταν καθόλου όμορφη. (έκφρ.) ~ άλλο, για να δηλωθεί άρνηση, αντίθεση: Δεν είναι τίμιος, ~ άλλο. II. ~ (φορά) που, σε θέση χρονικού συνδέσμου εισάγει δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις και δηλώνει αόριστη επανάληψη: ~ φορά που τους θυμάται, κλαίει. ~ που βραδιάζει, την πιάνει μια μελαγχολία. ~ φορά που τηλεφωνούσα, απουσίαζαν.

[μσν. κάθε, ο κάθε < καθέν ουδ. του καθείς (δες στο καθένας) με αποβ. του τελ. [n] και μετακ. τόνου κατά τα άλλα αοριστολογικά: όποιος, κάποιος]

καθεαυτού [kaθeaftú] & καθαυτού [kaθaftú] επίρρ. : επιτείνει, τονίζει την ύπαρξη των χαρακτηριστικών του ονοματικού συνόλου που προσδιορίζει και ισοδυναμεί με το επίθετο γνήσιος, καθαρός, ανόθευτος: H ~ νησιώτικη αρχιτεκτονική, καθαυτό. Έχει καθαυτού κρητική προφορά. Είναι ως προς την καταγωγή του ~ Πόντιος, γνήσιος, καθαρός. ~ Mακεδόνας, γέννημα θρέμμα Mακεδόνας.

[λόγ. συμφυρ. < αρχ. φρ. καθ΄ αὑτό & ἐφ΄ ἑαυτοῦ]

καθέδρα η [kaθéδra] Ο25 : α. καθηγητική έδρα, κυρίως στις εκφράσεις η από καθέδρας διδασκαλία, χωρίς τη συμμετοχή των διδασκομένων, χωρίς ερωτήσεις και διάλογο. από καθέδρας, για κτ. που λέγεται με τρόπο απόλυτο, που δεν επιδέχεται αντίρρηση και δεν προάγει το διάλογο: Mιλάει από καθέδρας, με ύφος απόλυτο ως αυθεντία. β. (εκκλ.) ο επισκοπικός θρόνος που βρίσκεται στο μεσαίο κλίτος του ναού.

[λόγ. < ελνστ. καθέδρα, αρχ. σημ.: `καθιστική θέση΄ (από καθέδρας: μτφρδ. νλατ. ex cathedra)]

< Προηγούμενο   1 2 3 [4] 5 6 ...15   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες