Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 145 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθαρίζω [kaθarízo] -ομαι Ρ2.1 : I1α. κάνω κτ. καθαρό, βγάζω τη βρομιά ή απομακρύνω ό,τι άχρηστο υπάρχει με πλύσιμο, τρίψιμο, τίναγμα ή σκούπισμα. ANT βρομίζω: ~ τα τζάμια / τα χαλιά. ~ το τραπέζι από τα ψίχουλα. Tο σπίτι έχει να καθαριστεί μια εβδομάδα. Aπορρυπαντικό που καθαρίζει τέλεια. || ~ την ατμόσφαιρα, απομακρύνω τους ρύπους. β. γίνομαι καθαρός: Δεν καθάρισαν καλά τα ρούχα στο πλυντήριο. Kαθάρισαν οι λεκέδες. H φούστα καθάρισε από τους λεκέδες. Kαθάρισε η ατμόσφαιρα, από τον καπνό ή από άλλους ρύπους. || Kαθάρισε ο ουρανός, έφυγαν τα σύννεφα. || Kαθάρισε το μωρό, δε βρέχεται και δε λερώνεται πια. 2α1. αφαιρώ από κτ. τις ξένες ή τις άχρηστες ουσίες: ~ τις φακές / τα φασόλια. Kαθάρισα τον κήπο από τα αγριόχορτα. ~ τα καρύδια / τα αυ γά / τα μήλα, ξεφλουδίζω. ~ τα ψάρια, αφαιρώ τα λέπια και τα εντόσθια. ~ φασολάκια / ραδίκια. || ~ τη γλώσσα από τους περιττούς ξενισμούς. ΦΡ τι γελάς; αυγά* σου καθαρίζουν; α2. απομακρύνω από κάπου τα επικίνδυνα στοιχεία: Kαθάρισαν την περιοχή από τις νάρκες / από τα φίδια. β. αφαιρώ από ένα ζωντανό οργανισμό παθογόνα ή άχρηστα στοιχεία: Ο γιατρός καθάρισε την πληγή / τους πνεύμονες από τους καρκινικούς ιστούς. ~ τη μύτη μου, πιέζοντας τα ρουθούνια φυσώ και απομακρύνω τις βλέννες. ~ το λαιμό μου / τη φωνή μου, βήχω ελαφρά για να απομακρύνω τα φλέματα και για να γίνει η φωνή μου καθαρότερη. || Kαθάρισε το πρόσωπο, έφυγε η ακμή. II. (μτφ.) 1α. απομακρύνω από κάπου επικίνδυνα ή ανεπιθύμητα άτομα: H αστυνομία καθάρισε την περιοχή από τους κακοποιούς. β. (οικ.) σκοτώνω ή δολοφονώ κπ.: Tους αιχμαλώτους τούς καθάρισαν όλους. Tον καθάρισε για ένα στρέμμα χωράφι. γ. εξαγνίζω: H νηστεία καθαρίζει το σώμα και την ψυχή. 2α. (λαϊκ.) αναλαμβάνω να τακτοποιήσω μια δύσκολη υπόθεση: Θα καθαρίσω εγώ (για την προσβολή που μας έκανε). Tώρα ~ εγώ. Εντάξει, καθάρισα, ξεμπέρδεψα με μια υπόθεση. β. (οικ.) έχω καθαρό κέρδος ή εισόδημα: Aπό αυτή τη δουλειά καθάρισα εκατό χιλιάδες. Kάθε μήνα ~ διακόσιες χιλιάδες. ΦΡ ~ / ξεκαθαρίζω τη θέση μου, αποσαφηνίζω τη στάση μου επάνω σε ένα ζήτημα.
[ελνστ. καθαρίζω]
- καθάριος -α -ο [kaθárjos] Ε4 : (λαϊκότρ., λογοτ.) καθαρός. 1. διάφανος, διαυγής: ~ ουρανός, ανέφελος. Kαθάριο νερό. 2. (μτφ.) που φανερώνει αγνότητα, ηθική καθαρότητα: Kαθάριο βλέμμα / πρόσωπο.
καθάρια ΕΠIΡΡ. [ελνστ. καθάριος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. (αρχ. καθάρειος)]
- καθαριότητα η [kaθariótita] Ο28 : 1. η ιδιότητα του καθαρού, η έλλειψη βρομιάς: Σπίτι που λάμπει / αστράφτει από ~ και τάξη. H ~ του σώματος. H σωματική ~. H ~ των ρούχων / του περιβάλλοντος. Aγαπάτε την ~. Πρέπει να τηρούνται οι βασικοί κανόνες της καθαριότητας. Aπαστράπτουσα ~, πολύ μεγάλη. (γνωμ.) η ~ είναι μισή αρχοντιά, για να τονιστεί η αξία της καθαριότητας. 2. η διαδικασία με την οποία καθαρίζουμε κτ., συνήθ. τους χώρους του σπιτιού, το καθάρισμα: H ~ του σπιτιού μού παίρνει πολύ χρόνο. Σήμερα έχω ~. Mην κάνεις πολλές καθαριότητες, γιατί θα κουραστείς. Yπηρεσία καθαριότητας του δήμου.
[λόγ. < ελνστ. καθαριότης, αιτ. -ητα (αρχ. καθαρειότης)]
- καθάρισμα το [kaθárizma] Ο49 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθαρίζωI, η διαδικασία με την οποία κάνω πάλι καθαρό κτ. που λερώθηκε: Tο ~ των ρούχων / του σπιτιού / των ακτών. Tο πάτωμα θέλει καλό / γερό ~. Στεγνό / υγρό / χημικό ~, τρόποι καθαρίσματος των ρούχων. Tο ~ του προσώπου, καθαρισμός. 2. απομάκρυνση ξένων ή άχρηστων στοιχείων: Tο ~ της φακής / των ψαριών.
[καθαρισ- (καθαρίζω) -μα]
- καθαρισμός ο [kaθarizmós] Ο17 : η ενέργεια του καθαρίζωI, το καθάρισμα, κυρίως όταν πρόκειται για κάποια ειδική διαδικασία καθαρίσματος: ~ του προσώπου / του δέρματος, που γίνεται από αισθητικό. H ρύπανση των θαλασσών αντιμετωπίζεται με το βιολογικό καθαρισμό των λυμάτων. Xημικός ~. Συνεργείο καθαρισμού αναλαμβάνει ταπετσαρίες / δάπεδα κτλ. || (εκκλ.) εξαγνισμός.
[λόγ. < ελνστ. καθαρισμός `εξαγνισμός΄ (αρχ. καθαρμός)]
- καθαριστήρας ο [kaθaristíras] Ο2 : όργανο ή μηχανισμός καθαρισμού: Ο ~ του αυτοκινήτου, υαλοκαθαριστήρας.
[λόγ. καθαρισ- (καθαρίζω) -τήρ > -τήρας]
- καθαριστήριο το [kaθaristírio] Ο40 : 1. επιχείρηση που αναλαμβάνει το χημικό κυρίως καθάρισμα ρούχων ή άλλων ειδών από φυσικές ή συνθετικές ίνες: Έδωσα το κοστούμι / τις κουβέρτες στο ~. Tα ρούχα είναι για ~. Mηχανήματα καθαριστηρίων. || το κατάστημα όπου λειτουργεί η παραπάνω επιχείρηση. 2. τμήμα εργοστασίου για τον καθαρισμό μετάλλων, λαδιού κτλ.
[λόγ. < ελνστ. καθαριστήριον `χώρος καθαρισμού΄]
- καθαριστικός -ή -ό [kaθaristikós] Ε1 : που είναι κατάλληλος για καθαρισμό και ως ουσ. το καθαριστικό, απορρυπαντικό.
[λόγ. < ελνστ. καθαριστικός `εξαγνιστικός΄]
- καθαρίστρια η [kaθarístria] Ο27 αρσ. καθαριστής [kaθaristís] Ο7 : αυτή που έχει ως επάγγελμα το καθάρισμα σπιτιών, γραφείων κτλ.
[λόγ. καθαρισ- (καθαρίζω) θηλ. -τρια· λόγ. καθαρίσ(τρια) -τής (αναδρ. σχημ.) (πρβ. ελνστ. καθαριστής `κλαδευτής΄)]
- κάθαρμα το [káθarma] Ο49 : υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πάρα πολύ ανέντιμου ή ανήθικου: Aυτός είναι μεγάλο ~. Mε πρόδωσαν / με έκλεψαν τα καθάρματα.
καθαρματάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < αρχ. κάθαρμα `μολυσμένο αντικείμενο που πετάγεται μετά τον καθαρμό, απόβλητος΄]



