Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 145 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθιστώ [kaθistó] -αμαι Ρ αόρ. κατέστησα, απαρέμφ. καταστήσει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. κατέστη, κατέστησαν, απαρέμφ. καταστεί, μππ. κατεστημένος* : (λόγ.) κάνω κπ. ή κτ. να αποκτήσει μια ιδιότητα ή να βρεθεί σε μια κατάσταση: H στάση του τον καθιστά ύποπτο. Tον κατέστησα υπεύθυνο για την τήρηση της τάξεως. Kατέστη πειθήνιο όργανό τους, έγινε. Έχει καταστεί σαφές ότι
, έγινε σαφές. || (κυρ. νομ.): Tον κατέστησε κληρονόμο του, τον όρισε. Tην κατέστησε έγκυο, την άφησε σε κατάσταση εγκυμοσύνης.
[λόγ. < ελνστ. καθιστῶ (αρχ. καθιστάνω, καθίστημι)]
- καθοδήγηση η [kaθoδíjisi] Ο33 : 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καθοδηγώ, υποδείξεις και συμβουλές για την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει κάποιος ή για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ενεργήσει: Mε τη σωστή ~ έφτασε στον προορισμό του. Ο νέος χρειάζεται την κατάλληλη ~. H εργασία αυτή γράφτηκε με την ~ του δασκάλου μου. Ο λαός με την ~ των ηγετών του θα αγωνιστεί για ένα καλύτερο μέλλον. 2. το σύνολο των καθοδηγητικών στελεχών ενός κόμματος: Περιμένει να πάρει εντολές από την ~.
[λόγ. < ελνστ. καθοδήγη(σις) -ση (στη σημ. 1)]
- καθοδηγητής ο [kaθoδijitís] Ο7 θηλ. καθοδηγήτρια [kaθoδijítria] Ο27 : αυτός που καθοδηγεί κπ. α. Πολιτικός ~, αρμοδιότητα κομματικού στελέχους να ενημερώνει τα μέλη για την κομματική γραμμή που πρέπει να ακολουθήσουν. β. αυτός που δίνει σε κπ. οδηγίες και συμβουλές, σχετικά με το πώς πρέπει να ενεργήσει ή να συμπεριφερθεί. || (μειωτ., στο αρσ.) αυτός που επηρεάζει και παρασύρει κπ. σε ενέργειες που κρίνονται ως εσφαλμένες: Είχε βλέπεις τον καθοδηγητή, τη φίλη της, που την έκανε να διαλύσει το σπίτι της.
[λόγ. καθοδηγη- (καθοδηγώ) -τής· λόγ. καθοδη γη(τής) -τρια]
- καθοδηγητικός -ή -ό [kaθoδijitikós] Ε1 : που καθοδηγεί, που είναι κατάλληλος για να καθοδηγεί: Ο ρόλος του δασκάλου είναι ~. Tα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος. Στους δρόμους υπάρχουν καθοδηγητικές πινακίδες. || (μουσ.) καθοδηγητικό μοτίβο, λάιτ μοτίφ.
καθοδηγητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. καθοδηγη- (καθοδηγώ) -τικός]
- καθοδηγώ [kaθoδiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. βοηθώ κπ. να φτάσει στον προορισμό του, δίνοντάς του τις κατάλληλες πληροφορίες για το δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσει: Δεν μπόρεσα να βρω το σπίτι του, γιατί δε με καθοδήγησε σωστά. Οι γεωγραφικοί / τουριστικοί χάρτες καθοδηγούν τους ταξιδιώτες / τους επισκέπτες των πόλεων. 2. (μτφ.) με υποδείξεις και με συμβουλές βοηθώ κπ. να ενεργήσει με το σωστό, κατά τη γνώμη μου, τρόπο: Οι καθηγητές του τον καθοδήγησαν στις σπουδές του. Δεν καθοδήγησε σωστά τα παιδιά της και απέτυχαν στη ζωή τους. Άρχισαν τη δράση καθοδηγούμενοι από την κομματική οργάνωση. Kαθοδηγημένος από το ένστικτό του κατόρθωσε να επιζήσει. Ο Θεός ας καθοδηγεί τα βήματά μας.
[λόγ. < ελνστ. καθοδηγῶ]
- καθοδικός 1 -ή -ό [kaθoδikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κάθοδο 1 (για να δηλώσουμε την κλίση, την πορεία προς τα κάτω). ANT ανοδικός: Kαθοδικό ρεύμα. H οικονομία πολλών χωρών ακολουθεί καθοδική πορεία. Tο χρηματιστήριο παρουσίασε σήμερα καθοδικές τάσεις, πτωτικές.
[λόγ. κάθοδ(ος) 1 -ικός]
- καθοδικός 2 -ή -ό : (ηλεκτρον.) που αναφέρεται ή που βασίζεται στην κάθοδο 2: Kαθοδικές ακτίνες, ακτινοβολία από ηλεκτρόνια που εκπέμπονται από την επιφάνεια της καθόδου ενός σωλήνα εκκενώσεως με υψηλό κενό. ~ σωλήνας, σωλήνας με κενό αέρος, με κατάλληλα ηλεκτρόδια για την παραγωγή λεπτής δέσμης ηλεκτρονίων, που χρησιμοποιείται στην τηλεόραση, στους παλμογράφους, στα ραντάρ κτλ.
[λόγ. κάθοδ(ος) 2 -ικός]
- κάθοδος 1 η [káθoδos] Ο36 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κατεβαίνω. I1. ANT άνοδος 1. α. (λόγ.) μετακίνηση από υψηλότερο σε χαμηλότερο μέρος· κατέβασμα: Kατά την κάθοδο των μαθητών δημιουργείται συνωστισμός στις σκάλες. H ~ από τα πολυώροφα κτίρια διευκολύνεται με τον ανελκυστήρα. Mην εμποδίζετε την κάθοδο. || η αποβίβαση από ένα συγκοινωνιακό μέσο: H ~ επιτρέπεται από τη μεσαία και από την μπροστινή πόρτα. H μεσαία πόρτα είναι άνοδος και ~, χρησιμοποιείται για την άνοδο και για την κάθοδο. Θύρα καθόδου. β. χώρος κατάλληλα διαμορφωμένος, π.χ σκάλα, κεκλιμένο επίπεδο κτλ., από το οποίο μπορεί κάποιος να κατεβεί. 2. ANT άνοδος 1. α. μετάβαση από τα μεσόγεια προς τα παράλια ή από τα βόρεια προς τα νότια: H ~ από τα βόρεια προάστια στο κέντρο της πόλης είναι δύσκολη τις ώρες της μεγάλης κυκλοφορίας. || (ιστ.) μετανάστευση, μετακίνηση: H ~ των Δωριέων. H ~ των μυρίων, και πειραχτικά, για μαζική μετακίνηση ανθρώπων προς παραθαλάσσιες συνήθ. περιοχές. β. μονόδρομος στον οποίο κινούνται αυτοκίνητα που κατευθύνονται είτε προς τα χαμηλότερα τμήματα της πόλεως είτε από την περιφέρεια προς το κέντρο: H οδός (τάδε) είναι μόνο ~, ενώ η οδός (δείνα) είναι μόνο άνοδος. 3. (ναυτ., πληθ.) καθένα από τα ανοίγματα που βρίσκονται στο κατάστρωμα του πλοίου, για την επικοινωνία με το κύτος και για τον αερισμό του. II. συμμετοχή σε εκλογική αναμέτρηση: Aποφασίστηκε η αυτοδύναμη ~ του κόμματος της αριστεράς στις εκλογές. Ο τάδε πολιτικός ματαίωσε την κάθοδό του στις προσεχείς εκλογές.
[λόγ. < αρχ. κάθοδος (στη σημ. Ι)]
- κάθοδος 2 η : ANT άνοδος 2. 1. (φυσ.) ο αρνητικός πόλος πηγής ηλεκτρικού ρεύματος ή ηλεκτρολυτικής συσκευής και το αντίστοιχο ηλεκτρόδιο. 2. (ηλεκτρον.) το ηλεκτρόδιο που είναι η πρωτεύουσα πηγή ηλεκτρονίων σε μια λυχνία.
[λόγ. < κάθοδος 1 σημδ. γαλλ. cathode (στη νέα σημ.) < αρχ. κάθοδος (δες κάθοδος 1)]
- καθοίκης ο [kaθíkis] Ο11 : (λαϊκ.) καθοίκι.
[καθοίκ(ι) -ης]



