Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καθωσπρέπει
1 εγγραφή
καθωσπρέπει [kaθosprépi] επίρρ. : όπως πρέπει, όπως επιβάλλουν οι κανόνες της καλής συμπεριφοράς. || (ως επίθ.): Είναι ένας ~ άνθρωπος. Πολύ ~ εστιατόριο, για καθωσπρέπει ανθρώπους. || (κάποτε και ειρ.): Πολύ ~ μας το παίζει τελευταία.

[λόγ. φρ. καθώς πρέπει μτφρδ. γαλλ. comme il faut]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες